Τα δανεικά δεν είναι σωσίβιο, αλλά βαρίδια

Aside

Μέσα στο κλεινό το άστυ
έγιν’ η ζωή μας άβια,
όλο κάποιο μετανάστη
θα βρεις μέσα στα σκοτάδια.

Οι αγέλαστοι κινέζοι
κίτρινοι σαν τα λεμόνια,
και οι σκούροι κονγκολέζοι
να μαυρίζουν την Ομόνοια.

Τα μισά τα μαγαζάκια
μα τι πράγμα είν’ εκείνο,
τα νοικιάσαν κινεζάκια
και μας κάνανε Πεκίνο.

Ξέφραγα αμπέλ’ η χώρα
από στεριάς και θαλάσσης,
κι όπως έρχονται με φόρα
άντε ποιόν να πρώτο-πιάσεις.

Φτιάξαμε στον Έβρο φράγμα
όμως τα σαπιοκάϊκα,
έρε μάνα μου τι πράγμα
από τούτα εκάηκα.

Φωτιά πιάνουν από δαύτα
κάθε τόσο ουκ ολίγα
κι οι καημένοι πάνε άτα
για τον Πλούτωνα σβουρλίγκα.

Εθέριεψε ο φασισμός
τάχατες απορούμε,
ούτε μισό μέτρο μπροστά
δε θέλουμε να δούμε.

Ένας λαός απαίδευτος
με δανεικά θρεμμένος,
αισθάνεται σαν κερατάς
που είναι και δαρμένος.

Τρώγαμ’ από το σιτάρι
που δεν είχαμε οργώσει,
κι αφού ήταν ακάματο
αχ! τι ωραία βρώση!

Κρασί που δεν επέρασε
ποτέ απ’ το λινό μας,
όμως εκαλοπέρασε
περνώντας το λαιμό μας.

Ο Πλούταρχος λέει σοφό
δεν είναι να δανείζεσαι,
κι αν το αγνοείς αυτό
σταμάτα ν’ αυνανίζεσαι.

Δεν γίνεται φιλάνθρωπος
να είν’ ο τραπεζίτης,
είν’ ασφαλός απάνθρωπος
καθώς και αγιογδύτης.

Ταίζεις το στομάχι σου
μόν’αν έχεις δουλέψει,
αλλιώς θα έχεις άσχημη
στο υπογράφω ρέψη.

Αυτός που δίνει δανεικά
έχει το πάνω χέρι,
κι αν δεν το ξέρεις φουκαρά
χαμένος από χέρι.

Αυτά που σε δανείσανε
τα θέλουν τοκισμένα
αλλιώς σε πριονίσανε
σκληρά και λυσσασμένα.

Εάν μονάχος φουκαρά
δε μπορείς να βαδίσεις,
παίρνοντας έναν πουσταρά
στο σβέρκο θα τα φτύσεις.

Για τούτο το κατάντημα
όλοι έχουμ’ ευθύνη,
κακό το συναπάντημα
πάντα με την οδύνη.

Μπορούμε την κατάσταση
και τώρα να αλλάξουμε,
αν δούμε με άλλη διάσταση
για ποιο λόγο βουλιάξαμε.

Εάν πολιτικοί ταγοί και πολίτες, αλλάξουμε νοοτροπία και παύσουμε να βλέπουμε ο ένας τον άλλον με καχυποψία. Εάν ο πολίτης πειστεί ότι τα χρήματά του θα πηγαίνουν για το κοινό καλό, θα γίνει έντιμος με την εφορία. Σε μας τον πολίτη εναπόκειται να μας κυβερνήσουν οι άριστοι, να τελειώνουμε με τα τζάκια τα πολιτικά.

Το κράτος των τεράτων

Aside

Πώς παριστάνω το Σουρή
μου είπανε καμπόσοι,
μα ‘γω την έχω και στραβή
Θεός να τους γλυτώσει.

Δέον ν’ απομακρύνονται
όταν εγώ στιχώνω,
αλλιώς ανταποκρίνονται
με δαύτους ξεφαντώνω.

Αφού τ’ αγαπησιάρικα
δώρα μουσών κατέχω,
κι είναι αιχμηρά σα σάρισα
τη μάχη την αντέχω.

Από τον Ευαγγελισμό
έχω σπουδαία νέα,
ανέκδοτο θε να σας πω
μιας κι είμαστε παρέα.

Έχει σαράντα κηπουρούς
χωρίς μια ίντσα κήπο,
δεν θα ‘ πρεπε τους αυτουργούς
να στήσουμε στο τοίχο.

Δεν εννοώ εκτέλεση
γιατί δε φασιστίζω,
πολιτική τους τέλεση
είν’ αρκετή νομίζω.

Ω, διαβολογεννήματα
κηφήνες συνδικάτων,
δικά σας απορρίματα
το κράτος των τεράτων.

Τα κύτταρα που έχουμε
μέσ’ τον εγκέφαλο μας,
εργατικό δυναμικό
είναι για το μυαλό μας.

Αν έχουνε συνείδηση
ετούτοι οι εργάτες,
τότε τραβάνε το κουπί
και μάλιστα με πλάτες.

Σε μερικούς δουλεύουνε
όπως και τα μυρμήγκια,
σε άλλους δε σαλεύουνε
κινούντ’ όπως τα φύκια.

Αν έχουν νοοτροπία
κάτι συνδικαλιστών,
δε θ’ αργήσει η εντροπία
αφού κάθοντ’ οκλαδόν.

Παράδειγμα ένα που λες
του ΓΑΠ ένα κεφάλι,
εγκέφαλο για να τον κλαις
μιλάμε μαύρο χάλι.

Όλοι είν’ του συνδικάτου
ίσως και κάτι δραγάτες,
την αράζουν όλοι κάτου
και ποιός να βάλει πλάτες;

Αυτός που και περίπτερο
θα το’ χε ρίξει έξω,
διδάσκει οικονομικά
τώρα και στους απέξω.

Ο Καραμανλής ο Βήτα
ο Κωστάκης δηλαδή,
ούτε στόμα δεν ανοίγει
για να δικαιολογηθεί.

Όποιος σιωπά ομολογεί
λένε οι Ιταλιάνοι,
έτσι δεν είναι ρε Κωστή;
ή χύνω το μελάνι;

Το πρόβλημα δεν λύνεται
δίχως κουρεματάκι,
μα τούτοι καταγίνονται
να πάρουν δερματάκι.

Ανοίς τηλεπαράθυρο
και κλείν’ η ορατότης,
είναι θέμα τεράστιο
η τόση αθλιότης.

Τί ξέκωλα εφαρμοστά
σηλικονάτα μπούστα,
οφθαλμολάγνε κερατά
με τρελαμένα γούστα.

ΤΑ ΑΝΟΣΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ

Στα μαντριά σφάζουν αρνιά
αλλά καθόλου γίδες,
οι χρυσαυγίτες τα σκυλιά
πετάνε καρωτίδες.

Η σιωπή δε των αμνών
δε γίνεται στις στάνες,
μαχαίρια των χρυσαυγιτών
τα κάνουν αιμομάνες.

Όσους τους προσηλυτίζουν
στα ψηλά ιδανικά,
καρωτίδες να θερίζουν
προπονούν κανονικά.

Όταν καμιά σαρανταριά
ατρόμητοι ορμάνε,
σκούρους μ’αδύναμα κανιά
με λύσσα τους βαράνε.

Μα όταν ευρεθήκανε
μπρος στον εισαγγελέα,
μια μπόχα ανελέητη
έβγαιν’ απ’ τη σκελέα.

Αυτό τ’ ανοσιούργημα
που το ‘λεν χρυσή αυγή,
δεν είναι δημιούργημα
αμόλυντου εραστή.

Μόρφωμα που το γέννησε
η μήτρα του διαβόλου,
μα όμως το ξεγέννησε
πολιτική του κώλου.

Βρήκε κενό για ν’απλωθεί
και μάλιστα μεγάλο,
ευθύνοντ’ οι πολιτικοί
γι αυτό το δίχως άλλο.

Αλλ’ όμως οι πολιτικοί
δε πέσαν απ’ τ’ αστέρια,
δική μας είν’ επιλογή
με τα δικά μας χέρια.

Σε ψηφίζω βουλευτή μου
με χαρά μα απαιτώ,
να χαρίσεις στο παιδί μου
ένανε διορισμό.

Αν πουλάς αξιοπρέπεια
για ένα διορισμό
θα πληρώσεις την απρέπεια
με τον εξευτελισμό.

Ζούσαμε παν’ απ’ τα μυαλά
και πάν’ από την τσέπη,
μα τώρα τρώμε τ’ αχαμνά
μ’ ένα καλό γιουβέτσι.

Μην είμαστε δογματικοί
να’ χουμε απορίες,
αλλιώς φτου κι απ’ την αρχή
με παλιό-ιστορίες.

Πρέπει όλοι να δείξουμε
λίγη μετριοπάθεια,
έτσι θα αποφύγουμε
το δρόμο με τ’αγκάθια.

Πλέοντας μέσ’ το πέλαγος
τόσων βεβαιοτήτων,
ερχόμαστε αντιμέτωποι
με τέρας βιαιοτήτων.

Απόλυτη βεβαιότητα
έχει μονάχα ο βλάκας,
και φτάνει στις ακρότητες
γινόμενος μαλάκας.

Είδα κείνο τον Αλέξη
να φορά μια Berbery,
μα φοβάμαι μη του φέξει
με στάχτη και μπούρμπερη.

Εγώ μ’αυτό το συνειρμό
ιδρώνω απ’το φόβο,
ακούω για συνασπισμό
και παίρνω μαύρο δρόμο.

Να ρίξει την κυβέρνηση
θέλει πρωθυπουργία,
να πιάνει το μακρύτερο
βλέπω από τα τρία.

Τ’αλώνια της πολιτικής
είναι μόνο οι κάλπες,
σαν έντιμος πολεμιστής
πήγαινε ρε και πάρ’τες.

Στο πεζοδρόμιο μαθές
βγαίνουν μόνο οι πόρνες,
αν είσαι μια απ’ αυτές
χέστηκες για τις κόρνες.

Απ’ τη μια οι αγιαστούρες
κι ασπασμοί με δεσποτάδες,
μα τί τρέχει ρε χαμούρες,
και αριστεροί φαλτάδες;

Αυτοί που ξένο δάσκαλο
βλέπουνε πίσ’ απ’ όλα,
ένα μονάχα θα τους πω
ο Φρόϋντ τα ‘πε όλα.

Τ’άκουσες Αντωνάκη μου
πρώην δικαιοσύνης,
αυτά δεν είναι μάτια μου
λόγια της σωφροσύνης.

Έπρεπε να συλληφθούνε
ετούτο είναι όλο,
και όποιος βλέπει δάχτυλο
το θέλει για τον κώλο.

Μ’αυτά και τ’άλλα πήξαμε
στους συνταγματολόγους,
που είναι περισσότεροι
κι απ’ τους ηλεκτρολόγους.

Άντε μετά να δούμε φως
μέσ’από τόσους νόμους,
φοβούμαι η κατάληξη
θα’ναι στους υπονόμους.

Βουλή της Ελλάδος

Βουλή είσαι το θέατρο
εσύ του παραλόγου,
αγαπημένο θέρετρο
κάθε χυδαίου λόγου.

Σημαία την υποκρισία
και σφραγίδα την ψευτιά,
έχετε τέτοια ακρισία
που θυμίζετε παπιά.

Μ’απ’όλα το χειρότερο
είναι το είπα-ξείπα,
ρωμέϊκο φιλότιμο,
πού κούρνιασε η τσίπα;

Φαίνεται το φιλότιμο
επήγε στα παλιούρια,
στο σπίτι σας οικόσημο
να βάλετε γαϊδούρια.

Τεράστια μηδενικά
κι απ’το μηδέν πιο κάτω,
μια ζωή με δανεικά
γεμίσατε το πιάτο.

Τώρα μας ήρθε συμφορά
σταλμένη από το Δία,
επικαλείσαι φωναχτά
Αντώνη Παναγία.

Με τη βοήθεια του Θεού
μα και της Παναγίας,
θα λύσουμε βρε του λαού
τα μέτρα της δουλείας.

Όμως με τα οράματα
πολιτική δε κάνεις,
και για τη γούνα ράμματα
των φουκαράδων φτιάχνεις.

Εάν βλέπεις οράματα
θέλεις τον ψυχολόγο,
αλλιώς θα’χουμε κλάματα
και με το Θείο λόγο.

Εσύ ρε Βάγγο ήρεμα
τί είν’αυτά που κάνεις
μη βάλθηκες βρε είρωνα
και συ να μας τρελάνεις.

Μας λες για διαρθρωτικές
τι να μας διαρθρώσεις,
μετ’από τόσες αλλαγές
μας φύγαν οι αρθρώσεις.

Σάπια καρεκλοπόδαρα
όσο κι αν βερνικόσεις,
απ’ένα γδούπο τρομερό
ποτέ δεν θα γλυτώσεις.

Και συ καλή Ζωίτσα μου
πας για τα πρώτα ίντα,
ξέρω μωρή κουκλίτσα μου
γιατί θέλεις κουϊντα.

Με ύφος ανακριτικό
και βλέμμα π’αγριεύει,
κάθ’αντίπαλο ζωντανό
γδέρνει, δεν τον κουρεύει.

Πένθος αισθάνομαι βαρύ
για κείνης το συμβείο,
όταν τα παίρνει η Ζωή
Χριστέ μου στο κρανίο.

Υπερασπίζεσαι βιαστές
και είσαι και γυναίκα,
εάν δε βρίσκεις εραστές
σου στέλνω γω τον Πρέκα.

Και συ Νάσο Αλευρά
γιατί τα αλευρώνεις,
το μπάρμπα σου το φουκαρά
γιατί τονέ λερώνεις;

Από τους ελάχιστα καλούς
της βρωμερής παρέας,
από χαβούζα ρε λαχνούς
τραβούσε ο Ανδρέας;

Μάρτυρας υπερασπιστέως
έμπορος ναρκωτικών,
ο μάρτυρας της πίστεως
μπροστά σου μηδενικόν.

Και αιτιολογήθηκες
γι αυτό με τρόπο φίνο,
εντάξει δικαιόθηκες
αφού τον έχεις φίλο.

Εβγήκες πρώτος σε σταυρούς
εσύ στην Α’ Αθηνών,
έχουμε τόσους τρελούς,
ή τοπίον βλαβερόν.

Πολιτικοί της συμφοράς
λαμπρά αποτυχόντες
στη Διεθνή την Τράπεζα
λες κι είναι επιτυχόντες.

Αναριχόμενα φυτά
εντός κομματικών τειχών,
οι ρίζες μέσα στα σκατά,
η διαπλοκή στη διαπασών.

Με ένσημα κομματικά
και τοπική προέλευση,
θα πιάσ’ η βάρκα στα ρηχά
χωρίς καμιά εξαίρεση.

Κοινοβούλιο δεν έχω
με ανθρώπους που γαβγίζουν,
άλλο πια δεν τους αντέχω
κοινοβούλιο θυμίζουν.