«Σύμφωνα με τους νόμους τους δικούς μου, δεν φοβούμαι το Θεό. Δε φοβούμαι το θάνατο, γιατί δεν είναι τίποτα, όπως και εγώ δεν είμαι τίποτα. Δε φοβούμαι τα μεγαλύτερα στοιχειά της φύσης-κατακλυσμούς, σεισμούς, αρρώστιες, γυναίκες. Ό,τι κι αν κάμουν, εγώ γελώ. Λέω: Ζορμπά, Γιώργη Ζορμπά, εσύ είσαι το μεγαλύτερο στοιχειό της φύσης.
«Είμαι ένας Σεβάχ Θαλασσινός. Όχι πως γύρισα πολλούς τόπους. Μα έκλεψα, σκότωσα, είπα ψέματα, βλαστήμησα, κοιμήθηκα μ’ ένα σωρό γυναίκες. Πάτησα όλες τις εντολές. Πόσες είναι; Δέκα; Γιατί να μην είναι είκοσι, πενήντα, εκατό, να τις πατήσω όλες; Κι όμως, αν υπάρχει Θεός, καθόλου δε θα φοβηθώ να παρουσιαστώ μπροστά του. Γιατί (δεν ξέρω πως να σου το πω, για να το καταλάβεις) όλα τούτα μου φαίνουνται πως δεν έχουν καμιά σημασία.
«Ο Θεός δε σε ρωτά τι έφαγες, έχουν να πουν. Μα εγώ, λέω, μήτε σε ρωτάει τι έκαμες. Εγώ να είχα δυο παιδιά, το ένα φρόνιμο, νοικοκύρη, οικονόμο, δίκαιο, θεοφοβούμενο, κι ένα άλλο, μπερμπάντη, αδικητή, γυναικά, φυγόδικο-θα τα έβαζα βέβαια και τα δυο στο τραπέζι μου. Μα δεν ξέρω, η καρδιά μου θα ήταν με το δεύτερο. Ίσως, βέβαια, γιατί θα μου έμοιαζε. Μα ποιος σου λέει πως εγώ περισσότερο δε μοιάζω με το Θεό από τον παπά μας που μέρα νύχτα κάνει μετάνοιες και μαζεύει δεκάρες;
«Ο Θεός, γλεντά, σκοτώνει, αδικεί, αγαπά, δουλεύει, κυνηγά, σαν και μένα, Τρώει ό,τι του αρέσει, παίρνει όποια γυναίκα του αρέσει. Θωράς μια γυναίκα, όμορφη σαν τα κρύα νερά, και περπατά στη γης κι καρδιά σου χαίρεται. Και ξαφνικά ανοίγει η γης και χάνεται. Που πάει; Ποιος την παίρνει; Αν είναι φρόνιμη, λέμε: την πήρε ο Θεός. Αν είναι ερωτιάρα, λέμε: Την πήρε ο διάβολος. Μα εγώ θαρρώ, πως ο Θεός και ο Διάβολος είναι Ένα!
Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας.