Παρακαλώ, θα ήθελα μια ξύστρα

Πηγαίνει ένας τύπος σ’ ένα βιβλιοπωλείο, απευθύνεται ευγενικά στην υπάλληλο, λέγοντας.

-Παρακαλώ, θα ήθελα μια ξύστρα». Αυτή που φαίνεται και κάπως πειραγμένη, του λέει: «Τι ξύστρα θέλετε, για μολύβια; Αυτός είναι κάπως νευρικός και της λέει.

-«Ναι, αλλά αν έχετε και ξύστρες για τ’ αρ..δια, δεν πρόκειται να πάει χαμένη!».

Μας κοροϊδεύουν μια χαρά!

Ότι διαπράττει η (νατοϊκή σύμμαχος) Τουρκία το διαπράττει τη στιγμή που οι ελληνικές κυβερνήσεις πανηγυρίζουν ότι διάγουμε την περίοδο των «πιο στενών σχέσεων από ποτέ», της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Την ώρα της μετατροπής της Ελλάδας σε γενικευμένη αμερικανονανατοϊκή βάση. Την ώρα του «αγγελικού» Τραμπ και του «προβλέψιμου συμμάχου» Ό,τι διαπράττει η Τουρκία το διαπράττει τη στιγμή που οι ελληνικές κυβερνήσεις των «Μένουμε Ευρώπη», «Μένουμε τρόϊκες», «Μένουμε μνημόνια» παρακολουθούν τις μπίζνες των «εταίρων» με την Αγκυρα. Το διαπράττει, ενώ οι καλοί μας «ευρω-εταίροι» την ώρα των επιθέσεων σε δυο κράτη μέλη της Ε.Ε, φλυαρούν περί ανύπαρκτων κυρώσεων κατά του Ερντογάν, με τις ελληνικές κυβερνήσεις να στρουθοκαμηλίζουν.

Οι ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε, ΠΟΥ οι ελληνικές κυβερνήσεις αποκαλούν «συμμάχους» και «εταίρους», είναι η πέμπτη φάλαγγα, ο Δούρειος Ίππος. Αυτοί οι σύμμαχοι και εταίροι, είναι στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με τη Ρωσία, που κάνουν πλάτες στην Τουρκία σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Κύπρο. Που νίπτουν τας χείρας τους απέναντι στην τακτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, σπρώχνοντας έτσι στον διακηρυγμένο στόχο των ευρωατλαντικών «διευθετήσεων» και «συνδιαχειρίσεων» Πρέπει να δώσουμε σε όσους υπομονεύουν την κυριαρχία και την ασφάλεια της πατρίδας μας να καταλάβουν, πως τα πεζούλια μας δεν μπαίνουν σε διαπραγμάτευση. Τα παιδιά μας δεν είναι κρέας για τα κανόνια, αλλά ούτε και ραγιάδες, κάτω από ξένα λάβαρα.

Σ’ αγαπώ

Ένα ανδρόγυνο κάθεται στο μπαλκόνι, ο άντρας πίνει μπύρες, σε κάποια στιγμή λέει: Σ’ αγαπώ. Η γυναίκα γυρνά και του λέει. «Τώρα, εσύ μιλάς ή η μπύρα;»

Και ο άντρας της απαντάει: «Εγώ μιλάω, αλλά στην μπύρα!»

Η γνώση σε κάνει ταπεινό

Ο καθένας που ασχολείται σοβαρά με την επιστημονική αναζήτηση πείθεται ότι ένα πνεύμα διακηρύσσεται μέσα στους νόμους του Σύμπαντος-ένα πνεύμα απείρως ανώτερο από το ανθρώπινο, τέτοιο που μπροστά του εμείς, με τις περιορισμένες μας δυνάμεις, πρέπει να αισθανόμαστε ταπεινοί. (Για τους επιστήμονες και την προσευχή)

Άλμπερτ Αϊνστάιν

Ποια βάρκα θα πουλήσεις;

Στην Επισκοπή του Καλάμου, πριν 25 χρόνια περίπου, ήλθε κάποιος δικηγόρος από το Αγρίνιο. Άνθρωπος έντιμος, αξιοπρεπής, προσηνής, κύριος με τα όλα του. Αγόρασε ένα παλιό σπιτάκι, το οποίο ανακαίνισε με μεράκι, αγόρασε και μια βάρκα για να πηγαινοέρχεται από το νησί στο Μύτικα της Ακαρνανίας. Το χειμώνα, τη βάρκα την άφηνε σε κάποιον Πεντάρα από τον Μύτικα, ο οποίος είχε πάρκινγκ για βάρκες, παίρνοντας ένα ποσό το έτος, ανάλογα με το μέγεθος του σκάφους. Τη πρώτη χρονιά που πήγε ο δικηγόρος να τον πληρώσει του είπε: «Έλα μωρέ δεν ντρέπεσαι, από εσένα θα πάρω λεφτά, είμαστε κουμπάροι και φίλοι». Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε την επόμενη και την μεθεπόμενη χρονιά.

Τον περασμένο χειμώνα, πέθανε η γυναίκα του δικηγόρου, ο άνθρωπος έβαλε αγγελία να πουλήσει το σπίτι του στην Επισκοπή. Πήγε και στον κουμπάρο και «φίλο του», να να του πει πως θέλει να πουλήσει την βάρκα του, αυτός, τον κοίταξε με απορία και του είπε: «Για ποια βάρκα μιλάς; Έχεις τόσα χρόνια να μου πληρώσεις ενοίκιο, η βάρκα κατασχέθηκε!».

Άνδρας με τιμή!

Πριν οκτώ αιώνες, κίνησαν οι δυο αντρειωμένοι φίλοι, ο Γοδεφρίδος ο Βιλλεαρδουίνος κι ο Γουλιέλμος ο Σταμπλίτης με εκατό καβαλαραίους και λίγους πεζούς, να κυριέψουν την Πελοπόννησο. Φορούσαν σιδερένιες πανοπλίες και ζωγραφισμένα σκουτάρια, κρατούσαν γιγάντια κοντάρια. Οι ντόπιοι, εξαντλημένοι από τα τρία μεγάλα κακά, τους φόρους, τους πειρατές, και τους ομοεθνείς τυράννους, δεν είχαν δύναμη μήτε και όρεξη ν’ αντισταθούν.

Οι εκατό σιδερόφραχτοι καβαλαραίοι σκόρπησαν τον τρόμο, κι έβγαιναν οι χωριάτες με θυμιατά και μ’ εικονίσματα, με τους παπάδες μπροστά να προσκυνήσουν. Γονάτιζαν πάνω στο χώμα, σταύρωναν τα χέρια, κι ένα μονάχα ζητούσαν: να τους αφήσουν τη θρησκεία, να μην τους κάνουν Φράγκους. Κι πολεμιστές, που δεν νοιάζουνταν καθόλου από ποιο δρόμο θα μπεις στην ουράνια βασιλεία κι ένα μονάχα λαχτάριζαν, την επίγεια σίγουρη κορώνα, γελούσαν κι άφηναν την Εκκλησία λεύτερη, και τους παπάδες κι όλα τα φέουδα. Και μοιράζονταν τη γης, έπαιρναν τις πολιτείες, έχτιζαν κάστρα.

Δυο τρεις αρχόντοι μονάχα αντιστάθηκαν: ο Λέων ο Χαμώρετος στη Λακεδαίμονα, ο Δοξαπατρής Βουτσαράς στο Κάστρο της Αράκλοβας στα Σκότρα, κι ο φοβερός αφέντης της Κορίνθου, του Άργους και της Ναυπλίας, ο Λέων ο Σγουρός. Πολέμησε αυτός γενναία για να υπερασπίσει τ’ αγαθά του, μα στο τέλος έχασε κάθε ελπίδα, καβαλίκεψε το άλογο του και γκρεμίστηκε παλικαρίσια από την Ακροκόρινθο.

Μια μεγάλη ψυχή

«Σύμφωνα με τους νόμους τους δικούς μου, δεν φοβούμαι το Θεό. Δε φοβούμαι το θάνατο, γιατί δεν είναι τίποτα, όπως και εγώ δεν είμαι τίποτα. Δε φοβούμαι τα μεγαλύτερα στοιχειά της φύσης-κατακλυσμούς, σεισμούς, αρρώστιες, γυναίκες. Ό,τι κι αν κάμουν, εγώ γελώ. Λέω: Ζορμπά, Γιώργη Ζορμπά, εσύ είσαι το μεγαλύτερο στοιχειό της φύσης.

«Είμαι ένας Σεβάχ Θαλασσινός. Όχι πως γύρισα πολλούς τόπους. Μα έκλεψα, σκότωσα, είπα ψέματα, βλαστήμησα, κοιμήθηκα μ’ ένα σωρό γυναίκες. Πάτησα όλες τις εντολές. Πόσες είναι; Δέκα; Γιατί να μην είναι είκοσι, πενήντα, εκατό, να τις πατήσω όλες; Κι όμως, αν υπάρχει Θεός, καθόλου δε θα φοβηθώ να παρουσιαστώ μπροστά του. Γιατί (δεν ξέρω πως να σου το πω, για να το καταλάβεις) όλα τούτα μου φαίνουνται πως δεν έχουν καμιά σημασία.

«Ο Θεός δε σε ρωτά τι έφαγες, έχουν να πουν. Μα εγώ, λέω, μήτε σε ρωτάει τι έκαμες. Εγώ να είχα δυο παιδιά, το ένα φρόνιμο, νοικοκύρη, οικονόμο, δίκαιο, θεοφοβούμενο, κι ένα άλλο, μπερμπάντη, αδικητή, γυναικά, φυγόδικο-θα τα έβαζα βέβαια και τα δυο στο τραπέζι μου. Μα δεν ξέρω, η καρδιά μου θα ήταν με το δεύτερο. Ίσως, βέβαια, γιατί θα μου έμοιαζε. Μα ποιος σου λέει πως εγώ περισσότερο δε μοιάζω με το Θεό από τον παπά μας που μέρα νύχτα κάνει μετάνοιες και μαζεύει δεκάρες;

«Ο Θεός, γλεντά, σκοτώνει, αδικεί, αγαπά, δουλεύει, κυνηγά, σαν και μένα, Τρώει ό,τι του αρέσει, παίρνει όποια γυναίκα του αρέσει. Θωράς μια γυναίκα, όμορφη σαν τα κρύα νερά, και περπατά στη γης κι καρδιά σου χαίρεται. Και ξαφνικά ανοίγει η γης και χάνεται. Που πάει; Ποιος την παίρνει; Αν είναι φρόνιμη, λέμε: την πήρε ο Θεός. Αν είναι ερωτιάρα, λέμε: Την πήρε ο διάβολος. Μα εγώ θαρρώ, πως ο Θεός και ο Διάβολος είναι Ένα!

Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας.