Στο Ποντιακό σχολείο

Πάει ο επιθεωρητής σ’ ένα Ποντιακό σχολείο, μπαίνει στην αίθουσα και ρωτάει:
Ποιός σκότωσε την Λερναία Υδρα;
Πές μου εσύ Ελενίτσα
Πάντως εγώ κύριε, όχι.
Για πέσμου εσύ Γιαννάκη;
Σας ορκίζομαι κύριε πως ούτε εγώ τη σκότωσα.
Γεμάτος απορία για την άγνοια, ρίχνει μια άγρια ματιά στο δάσκαλο και αυτός του λέει:
Δεν πιστεύω κύριε επιθεωρητά να υποψιάζεστε εμένα!

Η Αννιώ

Νεροκουβαλήτρα
η μικρούλα Αννιώ,
νεροκουβαλήτρα
κι είναι τριώ χρονώ!

Με το μικρό σταμνάκι
στη βρυσούλα πά’,
πέφτει το σταμνάκι
καταγής και σπα.

Και δεν είναι η πρώτη
τούτη δω η φορά,
αχ! δεν είν’ η πρώτη,
γι’ αυτό κλαίει πικρά.

Κλαίει, μαλλιοτραβιέται,
λέει: «τι θα γινώ!»
Κλαίει, μαλλιοτραβιέται
κι είναι τριώ χρονώ!

Γιάννης Κουγιούλης

«Γάτος» ο νεαρός

Ο κύριος Ανέστης έχει ένα μαγαζάκι με ψιλικά στη γειτονιά μας, ο γιος του έχει τελειώσει την Βιομηχανική του Πειραιά, αλλά όπως οι περισσότεροι νέοι παραμένει άνεργος. Του λέει ο πατέρας του, εγώ βγαίνω στην σύνταξη, δεν παίρνεις το μαγαζί, μεροκάματο βγάζει, αργότερα αν τα πράγματα φτιάξουν, κοιτάς για κάτι καλύτερο, ο γιος δέχτηκε την πρόταση και πήγε στο μαγαζί, ο πατέρας του ήταν εκεί να τον βοηθήσει μέχρι να μάθει την δουλειά.
Πηγαίνει μια κυρία και ζητάει σπίρτα, δυστυχώς κυρία μου δεν έχουμε αποκρίνεται ο νεαρός, ο πατέρας επεμβαίνει και λέει έχουμε όμως αναπτήρες, μετά πάει άλλη κυρία και ζητάει φακές, πάλι δεν έχουμε ο νεαρός, ξανά επέμβαση ο πατέρας, μήπως θέλετε φασόλια, η κυρία πήρε φασόλια. Οταν βγήκε έξω η κυρία, του λέει ο πατέρας του, την επόμενη φορά που δεν θα έχουμε κάτι που θα ζητήσουν, θέλω να δω τι θα πεις, να μάθεις να σκέφτεσαι. Εντάξει λέει ο γιος, μπαίνει μια κυρία και ζητάει χαρτί υγείας, ο νεαρός σκέφτεται λίγο και της λέει, δεν έχουμε μας τελείωσε, αλλά έχουμε πολύ καλό γυαλόχαρτο!

Κυρία μου είστε έγκυος!

Μια ζουμερή χήρα 42 ετών, επισκέπτεται τον γυναικολόγο της επειδή διακόπηκε η περίοδο και έχει τάσεις για εμετό. Αυτός την εξετάζει και της λέει, κυρία μου είστε έγκυος, γιατρέ κάτι λάθος θα κάνετε αυτό είναι αδύνατον, εκτός και έμεινα έγκυος από το άγιο πνεύμα. Ο γιατρός την κοιτάζει στα μάτια και της λέει, κυρία μου είστε έγκυος και για τούτο δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα λάθους, και το είδα και το άκουσα, τώρα ότι είναι υιός του Υψίστου, δεν το πιστεύω.
-Η γυναίκα φεύγει αναστατωμένη και πηγαίνει στο σπίτι της, κοντεύει να της στρίψει από την απορία και την απόγνωση, αυτό της έλειπε τώρα, χήρα γυναίκα με παιδί 19 χρονών να είναι έγκυος χωρίς να έχει έλθει σε επαφή εδώ και δυο χρόνια που πέθανε ο άντρας της. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο γιος της ήταν ο δράστης, της έριχνε υπνωτικό και την έπαιρνε στον ύπνο της.

Καλημερούδια

Με τι καμάρι περπατεί
την κούκλα της κρατώντας
και με ένα σπάγκο το γατί
ξοπίσω της τραβώντας!

Κοντά στην πόρτα σταματά
πριν πάει πιο παραπέρα,
και τα πουλιά της χαιρετά
με μια της καλημέρα.

Καλημερούδια σας πουλιά,
καλημερούδια χήνα…
Την κούκλα λεν Τριανταφυλλιά
και το γατί Ψιψίνα.

Κι αν με ρωτάτε και’για πού,
νωρίς τι τάχα βγήκα,
πάω να προφτάσω τον παππού
που με φιλεύει σύκα.

Αλέξανδρος Πάλλης

Μα τι διάολο έχει;

Ναυτικό γυμνάσιο Ιθάκης, σχολικό έτος 1968-69, ο Νικολαίδης ανοίγει τον κατάλογο για να κάνει εξέταση στο μάθημα της γεωγραφίας. Ακούγεται το πρώτο όνομα, Μαυροκέφαλος Γεώργιος, παρών φωνάζει ο Γιώργαρος, τι παρών του απαντάει ο Νικολαίδης, δεν είμαι απουσιολόγος, για εξέταση σε φωνάζω, να σηκωθώ επάνω ο Γιώργος, όχι σε φωνάζω για να κάτσεις κάτω, έλα εδώ στην έδρα παιδί μου, σηκώνεται ο Μαυροκέφαλος και πηγαίνει δίπλα από την έδρα. Ο Νικολαίδης συνεχίζει, Μπουλιέρης Γεώργιος, Δομένικος Πολυχρόνης, Σαράντης Σπυρίδων, τώρα λέω από μέσα μου, σήκωσες όλα τα χαιβάνια, δεν θα πάρεις λέξη.
Αφού σηκωνόμαστε όλοι, λέει στο Μαυροκέφαλο ξεκίνα, σήμερα έχουμε γεωγραφία, λέει ο Μαυροκέφαλος, και ο καθηγητής, βουλομένο γράμμα διαβάζεις συνέχισε, ο Γιώργος συνεχίζει, έχουμε για την Βουλγαρία, μπράβο καλά τα πας, ειρωνικά ο προφεσόρος, βουνά, μικρή παύση, βουνά δεν έχει, γελάκια από κάτω, ποταμούς, ποταμούς δεν έχει, ο Νικολαίδης αρχίζει να τα παίρνει, πεδιάδες έχει τον ρωτάει, ο Γιώργος σκέφτεται λίγο και απαντάει, πεδιάδες δεν έχει. Ο Νικολαίδης τινάζεται από την έδρα και του λέει, μα τι διάολο έχει αυτή η χώρα, αέρινη είναι!

Η κατάρα της μάνας

Κοντεύουν σχεδόν 4 δεκαετίες από το συμβάν που αφηγούμαι, αλλά αισθάνομαι ακόμα ρίγος από την ανάμνηση του. Είχα γνωρίσει σε ένα πλοίο που ταξίδευα, ένα καλό παιδί από ένα χωριό της κεντρικής Μακεδονίας, ο οποίος μου είχε ζητήσει να με φιλοξενήσει στο σπίτι του όταν θα ξεμπαρκάραμε. Πραγματικά επειδή υπήρχε μεγάλη εκτίμηση μεταξύ μας πήγα στο χωριό του, ήταν η τρίτη μέρα της φιλοξενίας και ενώ καθόμαστε στο καφενείο, παρατήρησα στο διπλανό τραπέζι ένα παράδοξο, ένας άντρας στα τριάντα περίπου, με ωραίο παρουσιαστικό, είχε δάχτυλα μαύρα σαν τους Αφρικανούς, είδε ο φίλος μου την απορία στα μάτια μου, έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε, θα σου εξηγήσω στο δρόμο.
Οταν βγήκαμε στο δρόμο μου είπε τα ακόλουθα. «Το άντρα που είδες με τα μαύρα δάχτυλα τον γνωρίζω από όταν είμαστε παιδιά, δεν πρόκειται για μια ιδιοτροπία της φύσης, τα χέρια του ήταν κάτασπρα, εδώ και δυο χρόνια έγιναν έτσι. Δεν είναι κακό παιδί, αλλά το πάθος του για τα χαρτιά, είχε κάνει την μάνα του έξαλλη, δεν άφηνε δεκάρα τσακιστή στο σπίτι, μια μέρα η μάνα του, όταν γύρισε στο σπίτι και βρήκε το συρτάρι σπασμένο, ξέφυγε τελείως και είπε, αγία μου Παρασκευή, όπως μου έχει κάνει την ψυχή να γίνουν και τα δάχτυλά του. Γιώργο ήταν την ημέρα της αγίας Παρασκευής, το πρωί που σηκώθηκε τα χέρια του ήταν όπως τα βλέπεις, η μάνα του έκλαιγε με μαύρο δάκρυ, τον πήγαν σε γιατρούς στην Θεσσαλονίκη, φυσικά δεν μίλησαν για την κατάρα, δεν το ξέρει ούτε και ο ίδιος. Οι γιατροί που τον είδαν, είπαν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν πως έγινε. Επειδή είσαι ορθολογιστής, όταν φτάσουμε σπίτι ρώτα τη μάνα μου να σου το επιβεβαιώσει». Εγώ είδα το παράδοξο με τα δάχτυλα, τώρα αν είναι αλήθεια από την κατάρα δεν το γνωρίζω.

Ο πραματευτής και η «φάλαινα»

Γύρω στο 68 στην Ιθάκη, είχε έλθει ένας πραματευτής ο οποίος πουλούσε φανέλες και σώβρακα και διαλαλούσε το εμπόρευμα με μια ιδιαίτερα δυνατή φωνή. Αφού έμεινε κάμποσες ημέρες, αποφάσισε να πάει στον Κάλαμο να συνεχίσει το πούλημα. Την ίδια μέρα που μπήκε στο καίκι για τον Κάλαμο, επήγαινα και εγώ να επισκεφτώ το νησί, τότε η συγκοινωνία Ιθάκης Καλάμου ήταν σε καθημερινή βάση.
-Οταν φτάσαμε στην Ατοκο, φάνηκε στον ορίζοντα ένα μαύρο πράγμα μέσα στην θάλασσα, προσπαθούσαμε οι επιβάτες να καταλάβουμε τι ήταν αυτό, ώσπου κάποιος είπε ότι πρέπει να είναι φάλαινα. Μόλις άκουσε έτσι ο πραματευτής, παίρνει τους δυο μπόγους που είχε δίπλα του και κίτρινος όπως το λεμόνι από το φόβο του, επιχείρησε να μπει στο αμπάρι, κάπου μπλέχτηκε όμως το ζωνάρι, έχασε την ισορροπία του και έκανε ένα ψαράκι, βρέθηκε με γδούπο στο αμπάρι, ενώ τα διαρκορπισμένα σώβρακα έπεφταν πίσω του και τον σκέπασαν.
-Εμείς οι υπόλοιποι φοβηθήκαμε μη σκοτώθηκε, αλλά τον ακούσαμε να μουγκρίζει από τους πόνους, άρχισαν δυο να κατεβαίνουν τη σκάλα του αμπαριού, ενώ ένας άλλος είπε, το πρώτο πράγμα που θα χρειαστεί, θα είναι ν’ αλλάξει σώβρακο, αλλά έχει μπόλικα και ο Θοδωρής ο Καρφάκης, που ήταν ο ένας από τους δυο καικζήδες συμπλήρωσε σε αυτούς που είχαν κατεβεί στο αμπάρι, τραβάτε τα σώβρακα παρέκει γιατί από το φόβο που έχει θα τα κάνει καφετί.

Πάει κι αυτό το παραμύθι

Πάει κι αυτό το παραμύθι
με τ’ αριστερό το πιάτο,
ούτε κουκί ούτε ρεβίθι
μες το έρημο το πιάτο.

Μίλαγαν ωσάν αγγέλοι
μα τα είδαμε τα χάλια,
τούτη δω είναι αγέλη
από βρωμερά τσακάλια.

Ετάξαν τι δεν έταξαν
εν μέσω μηνυμάτων,
μα όλα τα επέταξαν
σε κάδο απορριμάτων.

Ελπίδα δεν υπάρχει πια
ούτε και σαν όραμα,
βαδίζουμε μες τα σκατά
θαυμάσια, πανόραμα!

Αν όλα τα παιδιά της γης

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα ‘ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ‘ρχόνταν τα λουλούδια
θα ‘ρχόνταν κι η άνοιξη
να μπει μες το χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

Γιάννης Ρίτσος