Γυρίζοντας ένα μεσημέρι στην κοίτη ενός ξεραμένου ποταμού, είδα κάτου από ένα πλατανόφυλλο δυο έντομα να σμίγουν. Ήταν δυο πράσινα, λιγνά, χαριτωμένα αλογάκια της Παναγίας. Ζύγωσα αγάλια, κρατώντας την αναπνοή μου. Μα απότομα σταμάτησα τρομαγμένος: το αρσενικό. μικρό κι αδύναμο, ήταν από πάνου κι αγωνίζουνταν να τελέψει την ιερή εντολή του, μα με τρόμο είδα πως του έλειπε το κεφάλι. Γαλήνια η θηλύκια το μασούλιζε, κι άμα τελείωσε, στράφηκε πάλι σιγά κι έκοψε το λαιμό, κι ύστερα πάλι το στήθος του αρσενικού, που γαντζωμένο σφιχτά αποπάνου της εξακολουθούσε να πάλλεται…
Η φοβερή τούτη σκηνή ανατινάχτηκε ξάφνου τώρα μέσα απ’ τα χαλάσματα τούτα. Αστραπή γαλάζια σκίζει απόψε και φωτίζει την καρδιά μου.
Η πολύμαστη θεά ανασηκώνει το πέπλο της. Στα φυτά και στα ζώα η πνοή του μυστηρίου είναι πιο φανερή παρά στον άνθρωπο. Αυτά, πιστά, ξέσκεπα, ακλουθούν τη μεγάλη Κραυγή. Ταυτίζουν τον έρωτα και το θάνατο. Όταν δίχως κεφάλι, δίχως στήθος μάχουνται να νικήσουν το θάνατο, γεννώντας, με δέος μαντεύουμε μέσα μας την ίδια κραυγή. Τον ίλιγγο, τη βεβαιότητα του χαμού, κι όμως, πιο απάνου, τη χαρά, την παραφροσύνη στο χαμό, την έφοδο για την αθανασία…
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν.Καζαντζάκη ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ