Ο ζητιάνος

Κάποιος έδινε τακτικά ελεημοσύνη σ’ ένα ζητιάνο της γειτονιάς του. Στη αρχή του έδινε ένα ευρώ, μετά από χρόνια 50 λεπτά, αργότερα 20, μετά δέκα λεπτά. Του λέει μια μέρα ο ζητιάνος, γιατί μου τα κόβεις συνέχεια τα λεφτά, όλο και λιγότερα μου δίνεις; Ο άλλος συνεσταλμένος άρχισε να του λέει, «να πρώτα ήμουν ελεύθερος δεν είχα υποχρεώσεις, μετά παντρεύτηκα ήλθε το πρώτο παιδί, γάλατα γιατρούς ξέρεις τώρα τι έξοδα έχουν τα παιδιά, μετά ήλθε και το δεύτερο παιδί, κατόπιν το τρίτο… Ο ζητιάνος τον κόβει θυμωμένος λέγοντας.
-Ρε μαλ.κα, εγώ θα πληρώνω για τα παιδιά σου!

Ο Αιγύπτιος «Οδυσσέας»!

Τον Πρωτέα διαδέχτηκε στον θρόνο της Αιγύπτου ο Ραμψίνητος, που άφησε πολλά μνημεία. Ο βασιλιάς αυτός είχε τόσο πλούτο σε ασήμι, που κανένας άλλος δεν είχε ποτέ. Θέλοντας να φυλάξει ασφαλισμένους τους θησαυρούς του, έκτισε μια πέτρινη κάμαρη που ο ένας τοίχος της ακουμπούσε στην έξω μεριά του σπιτιού του. Ο χτίστης όμως είχε πονηρά σχέδια στο νου του και γι αυτό μηχανεύτηκε το εξής: μια πέτρα την τοποθέτησε έτσι που να μπορούν εύκολα να την αφαιρέσουν από τον τοίχο δυο άντρες ή και ένας. Τελείωσε το κτίσμα, ο βασιλιάς φύλαξε τους θησαυρούς του, πέρασε ο καιρός και ο οικοδόμος βρέθηκε στα τελευταία του, φώναξε τους δυο γιους του και τους είπε το μυστικό.
-Όταν ο πατέρας πέθανε, αυτοί πήγαν νύχτα στο ανάκτορο, βρήκαν την πέτρα την έβγαλαν και σήκωσαν ένα μέρος του θησαυρού. Ο βασιλιάς μια μέρα που άνοιξε το οίκημα είδε ότι τα πιθάρια δεν ήταν γεμάτα, δεν μπορούσε όμως να κατηγορήσει κανέναν γιατί και οι σφραγίδες ήταν απείραχτες και η κάμαρα κλειδαμπαρωμένη. Καθώς όμως πήγε δυο και τρείς φορές να δει τους θησαυρούς, αυτοί όλο και λιγόστευαν, πρόσταξε να βάλουν παγίδες και να τις στήσουν κοντά στα πιθάρια με τον θησαυρό. Πήγαν λοιπόν οι κλέφτες, όπως και τις προηγούμενες φορές, χώθηκε μέσα ο ένας, και μόλις πλησίασε το πιθάρι, πιάστηκε αμέσως στην παγίδα, μόλις κατάλαβε τι κακό τον είχε βρει, φώναξε αμέσως τον αδελφό του, του είπε τι συνέβαινε και του ζήτησε να χωθεί γρήγορα μέσα και να του κόψει το κεφάλι για να μην τον δουν και τον γνωρίσουν ποιος είναι και γίνει αιτία να πάει χαμένος και κείνος. Ο άλλος σκέφτηκε ότι σωστά σκέφτηκε ο αδελφός του, έκανε ότι του είπε, και αφού ξανάβαλε την πέτρα στη θέση της, έφυγε για το σπίτι του κουβαλώντας το κεφάλι του αδελφού του.
– Όταν ξημέρωσε, μπήκε ο βασιλιάς στην κάμαρη και σάστισε βλέποντας στην παγίδα το σώμα του κλέφτη χωρίς το κεφάλι, και την κάμαρη άθικτη και χωρίς κανέναν τρόπο για να μπει κανείς ή να βγει. Γεμάτος απορία λοιπόν έκανε το εξής: κρέμασε το πτώμα του κλέφτη στο τείχος και έβαλε τους φρουρούς να το φυλάνε με την εντολή αν δουν κανένα να κλαίει ή να θλίβεται να του τον πάνε. Όταν όμως κρεμάστηκε ο νεκρός, η μητέρα του στεναχωρήθηκε πολύ και άρχισε να λέει πολλά και διάφορα στον γιο της που είχε γλυτώσει και να τον προστάζει, με όποιον τρόπο μπορεί να της πάει το σώμα του αδελφού του και τον απειλούσε πως αν δεν το κάνει θα πήγαινε στο βασιλιά να τον καταγγείλει ότι αυτός έχει τον θησαυρό. Στριμωγμένος λοιπόν από την μητέρα του που δεν μπορούσε να την μεταπείσει ότι και να της έλεγε, σκαρφίστηκε το εξής: έσιαξε τα γαιδούρια του, γέμισε μερικά ασκιά με κρασί, τα φόρτωσε και όταν έφτασε κοντά σε κείνους που φρουρούσαν τον κρεμασμένο νεκρό, τράβηξε δυο-τρείς ασκούς και τους έλυσε τα δεμένα στόμια, καθώς το κρασί άρχισε να τρέχει, αυτός έπιασε να χτυπάει το κεφάλι του και να ξεφωνίζει δυνατά ότι δεν ήξερε ποιο γαιδούρι να πρωτοκυνηγήσει, οι φρουροί πάλι, βλέποντας τόσο κρασί να τρέχει χάμω, άδραξαν την ευκαιρία και όρμησαν όλοι μαζί στο δρόμο κρατώντας δοχεία για να μαζέψουν το κρασί που χυνόταν, αυτός έκανε τον θυμωμένο και άρχισε να τους βρίζει, οι φρουροί έπιασαν να τον παρηγορούν, αυτός έκανε πως του πέρασε ο θυμός και τέλος τράβηξε τα γαιδούρια στην άκρη και τους διόρθωνε το φορτίο. Μετά τους πρόσφερε ένα ασκί, αυτοί τον κάλεσαν να καθήσει μαζί τους να πιούν, τους πρόσφερε κι άλλο τους μέθυσε και τους πήρε ο ύπνος. Και καθώε η νύχτα είχε προχωρήσει, όχι μόνο ξεκρέμασε το σώμα του αδελφού του, αλλά ξύρισε και το δεξί μάγουλο όλων των φρουρών για να τους κάνει ρεζίλι, και ύστερα φόρτωσε το νεκρό και ξεκίνησε για το σπίτι του.
-Ο βασιλιάς ωστόσο, όταν του αναγγέλθηκε ότι το πτώμα του κλέφτη είχε κλαπεί, έδειξε να θυμώνει πολύ, και θέλοντας να βρεθεί οπωσδήποτε ο κλέφτης έκανε το εξής. Εγκατέστησε τη κόρη του σε μία κάμαρη και την πρόσταξε να δέχεται τους πάντες, χωρίς διάκριση, και προτού σμίξει μαζί τους να τους αναγκάζει να της λένε ο καθένας το εξυπνότερο και ανοσιότερο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του, και αυτόν που θα της εξιστορούσε τα περιστατικά τα σχετικά με τον κλέφτη να τον πιάσει και να μην τον αφήσει να φύγει. Καθώς λοιπόν το κορίτσι έκανε ο,τι της είχε πει ο πατέρας της, ο κλέφτης πληροφορήθηκε για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά και έκανε το εξής: έκοψε από τον ώμο το χέρι ενός που είχε πεθάνει πρόσφατα, το έκρυψε κάτω από το ρούχο του και ξεκίνησε για τη κόρη του βασιλιά, της μίλησε για όλα όσο είχε κάνει. Εκείνη μόλις τα άκουσε αυτά, τον άδραξε αλλά ο κλέφτης, σκοτεινά όπως ήταν, της άπλωσε το χέρι του πεθαμένου, εκείνη το άρπαξε και το κρατούσε, νομίζοντας ότι κρατάει το δικό του. Ο κλέφτης το παράτησε και έφυγε κρυφά από τη πόρτα. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, έμεινε κατάπληκτος με την επινοητικότητα και την τόλμη αυτού του ανθρώπου, έστειλε μήνυμα σε όλες τις επαρχίες ότι του δίνει αμνηστία και ότι θα του κάνει λαμπρή αποδοχή αν παρουσιαστεί μπροστά του. Ο κλέφτης παρουσιάστηκε, ο βασιλιάς έδειξε μεγάλο θαυμασμό και του έδωσε τη κόρη του γυναίκα γιατί, λέει, ο άνθρωπος αυτός ήξερε τα περισσότερα από όλους τους ανθρώπους αφού οι Αιγύπτιοι υπερτερούσαν από τους άλλους και αυτός από τους Αιγυπτίους

Ειρήνη η Αθηναία

Θα δανειστώ μια φράση από τον Σαίξπηρ, για να περιγράψω την αγριότητα αυτής της γυναίκας. «Καρδιά τίγρης, σε γυναικείο δέρμα τυλιγμένη». Το 769 η Ειρήνη μια πανέμορφη Αθηναία Εβραία στην καταγωγή παντρεύτηκε τον διάδοχο του Βυζαντινού θρόνου Λέοντα Δ/ . Μετά από λίγα χρόνια πεθαίνει ο πατέρας του και ανήλθε στον θρόνο, σε πέντε χρόνια πεθαίνει και αυτός από φυματίωση που έπασχε. Ο γιος τους ήταν μόλις 9 ετών και ανέλαβε τον θρόνο η Ειρήνη, ο στρατός δεν την ήθελε, προσπάθησαν ν’ ανεβάσουν στον θρόνο κάποιον από τα αδέλφια του Λέοντα, αυτή όμως τα εξόρισε σε μοναστήρια.
-Το κράτος πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, ο στρατός απαίτησε ν’ ανέβει ο γιος της στον θρόνο. Αυτή τον πολεμούσε συστηματικά και γνώρισε αλλεπάλληλες αποτυχίες, ανέλαβε πάλι η Ειρήνη αλλά με την άθλια πολιτική της τίναξε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Ο λαός και ο στρατός ζητούσαν ν’ ανέβει στον θρόνο ο γιος της, αυτή τον συνέλαβε όταν γυρνούσε μια μέρα από τον ιππόδρομο και διέταξε να τον τυφλώσουν. Η διαταγή εκτελέστηκε με τέτοια αγριότητα, που πέθανε από αιμορραγία ο γιος της, τα αδέλφια του Λέοντα προσπάθησαν να την ανατρέψουν, τα συνέλαβε τους έκοψε τις γλώσσες και τα έριξε στα μπουντρούμια. Τελικά αφού διέλυσε κυριολεκτικά την Αυτοκρατορία την εξόρισαν και πέθανε στη Λέσβο.

Γιατρέ παγώνουν τα πόδια μου

Πηγαίνει ένας τύπος στο γιατρό:
-Πες τε μου κύριε τι πρόβλημα έχετε;
-Γιατρέ μου, συχνά όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι παγώνουν τα πόδια μου!
-Και τα δικά μου παγώνουν, όταν όμως ξαπλώνω στο κρεβάτι με την γυναίκα μου, αμέσως ζεσταίνονται, σας το συνιστώ.
Κι ο τύπος.
Και πότε γιατρέ μου, μπορώ να βρω την γυναίκα σας στο σπίτι!

Για κοίτα τους βωρέ!

Θυμάμαι τον παλιό καλό καιρό όταν ήμουν παιδί στην Ιθάκη, εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε το facebook, η κοινωνία ήταν μικρή και κλειστή. Λίγο πολύ όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, δεν είχαμε και πολλές επιλογές διασκέδασης. Όταν έφτανε το καράβι από την Πάτρα στο λιμάνι, ξεκινούσαμε όλοι σχεδόν οι κάτοικοι για την προβλήτα που έπιανε το καράβι, θέλαμε να δούμε τις αφίξεις των επιβατών.
-Μια μέρα που ήμουν ένας από τους επιβάτες, ερχόμενος από την Αθήνα μέσω Πάτρας, μόλις μπήκε το καράβι στο λιμάνι, πήραμε τα μπαγκάζια του ο καθένας και κρεμαστήκαμε στο κατάστρωμα. Παρακολουθούσαμε αυτούς που έρχονταν να δουν εμάς, κοίτα με να σε κοιτώ δηλαδή. Ακούω σε μια στιγμή αυτόν που στέκονταν δίπλα μου να λέει με ενοχλητικό τόνο, «κοίτα τους βωρέ, έρχονται να παραλάβουν τα πετσιά!» Τον ενοχλούσε δηλαδή η παρουσία τους, ε λοιπόν αυτός που το είπε, ήταν από τους πρώτους που έπιαναν θέση κάθε φορά που το καράβι έπιανε το λιμάνι!

Αιδώς Αργείοι

Όλοι έχουμε ακούσει πολλές φορές αυτή την φράση, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν την σημασία της. Έχω ακούσει πολιτικούς και δημοσιογράφους να την χρησιμοποιούν εντελώς ανερμάτιστα, για κάποιον που έκλεψε ή λέει ψέματα, όμως το πραγματικό νόημα της έκφρασης αναφέρεται στην δειλία, και συγκεκριμένα:
-Όταν ο Αχιλλέας κλείστηκε στην σκηνή του χολωμένος επειδή ο άλλος αχρείος ο Αγαμέμνων του πήρε την γκόμενα, και ο Έκτορας αφηνιασμένος πηδούσε τα χαντάκια με σκοπό να κάψει τα πλοία των Αχαιών, ο γιος του Τελαμώνα ο Αίαντας βλέποντας τους Έλληνες να δειλιάζουν μίλησε περίπου ως εξής. Ντροπή Αργείοι! Το μόνο βέβαιο που μας περιμένει τώρα είναι να χαθούμε ή να σωθούμε και να διώξουμε την συμφορά απ’ τα πλοία. Αλήθεια ελπίζεται πως αν κυριεύσει τα πλοία ο Έκτορας με την κυματιστή χαίτη στην περικεφαλαία, θα γυρίσετε με τα πόδια στην πατρίδα ο καθένας; Δεν ακούτε που ξεσηκώνει τον λαό του, και δεν μας καλεί σε χορό αλλά σε μάχη!

Tώρα θα δεις τι θα σου κάνω

Κάποιος βοηθούσε πολύ κάποιον γείτονα του. Τον είχε βγάλει από πολλές δύσκολες καταστάσεις και κάποτε που του ζήτησε μια μικρή χάρη, ο άλλος έδειξε όλη του την αχαριστία αρνούμενος να ανταποκριθεί, θύμωσε με το δίκιο του ο ευεργέτης και του είπε:
-Τέτοιος είσαι λοιπόν, τώρα θα δεις τι θα σου κάνω. Ο αχάριστος απόρησε κιόλας και τον ρώτησε τι θα του έκανε, για να του απαντήσει.
-Δεν πρόκειται να σου ξανακάνω τίποτε, τι χειρότερο να σου κάνω ηλίθιε;

Το έμαθε!

Στο ψυχιατρείο ένας τρελός ξεσπά κάθε λίγο στα γέλια, σε κάποια στιγμή πέφτει κάτω και κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια. Ένας άλλος τρελός που τον παρακολουθεί τον πλησιάζει περίεργος και τον ρωτάει γιατί γελάει έτσι, αυτός του απαντάει.
-Λέω στον εαυτό μου ανέκδοτα, τώρα μόλις είπα ένα πολύ νόστιμο που δεν το ήξερα!

Η εκδίκηση του θηλυκού!

Σε ένα χωριό μικρού νησιού υπήρχε ένα ζευγάρι γλάρων για χρόνια. Πρέπει να ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι, πάντα μαζί στον ίδιο κάβο, δεν αποχωρίζονταν ποτέ, παρά μόνο για λίγα μέτρα. Ώσπου μια μέρα ένας παλιάνθρωπος σκότωσε τον σερνικό γλάρο με το ντουφέκι, ο γλάρος όπως είναι γνωστό δεν τρώγεται γι’ αυτό και η ειρωνική φράση, «μην τρως, έχουμε γλάρο». Η γυναίκα του τον έβρισε άσχημα όταν το έμαθε, αλλά αυτός την χλεύασε ότι δεν ήταν παρά ένα πουλί. Το θηλυκό παρέμενε μετά τον θάνατο του συντρόφου της στον ίδιο βράχο πάντα, όποιος το παρατηρούσε προσεκτικά θα ένιωθε την δυστυχία που το τύλιγε.
– Είχαν περάσει περίπου σαράντα μέρες που αυτός ο αχρείος είχε σκοτώσει το γλάρο, όταν ένα πρωί η γυναίκα του ξύπνησε από ένα εφιαλτικό όνειρο. Είχε δει ότι ο άντρας της είχε μπλέξει σ’ ένα δίχτυ και μετά κατρακύλησε σε κάτι χαλάσματα, σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό της και κοίταξε δίπλα της. Η θέση του άντρα της ήταν άδεια, είχε ξυπνήσει για να πάει να σηκώσει τα δίχτυα. Γεμάτη κακά προαισθήματα, σηκώθηκε ντύθηκε γρήγορα και τράβηξε για την θάλασσα, η απόσταση ήταν περίπου δέκα λεπτά με τα πόδια, έφτασε σε πέντε σχεδόν τρέχοντας. Με ανακούφιση είδε τον άντρα της στην πλώρη της βάρκας να τραβάει το δίχτυ, άρχισε ν’ ανασαίνει βαριά ημερωμένη, όταν ξαφνικά το αίμα της πάγωσε.
-Ο θηλυκός γλάρος πλησίαζε με ταχύτητα γερακιού προς την βάρκα, έχοντας βάλει στόχο το κεφάλι του άντρα της, της ξέφυγε μια κραυγή πανικού, ο άντρας της γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της και την είδε. Δεν πρόλαβε όμως να δει το πουλί που τον ράμφισε στο πρόσωπο. Έχασε την ισορροπία του, παράτησε το δίχτυ και σωριάστηκε με την πλάτη μέσα στην βάρκα, η γυναίκα κατέβηκε το μονοπατάκι που την χώριζε από την θάλασσα και πλησίασε στο μέρος που ήταν η βάρκα, κάπου πενήντα μέτρα από την ακτή. Φώναζε με δύναμη το όνομά του, δεν έπαιρνε απάντηση και η αγωνία την κυρίευσε, έβγαλε το φόρεμα και με τα εσώρουχα άρχισε να κολυμπάει προς την ακυβέρνητη πλέον βάρκα, σαν την έφθασε αρπάχτηκε από την κουμπαστή και προσπάθησε να μπει στην βάρκα. Μόλις το κεφάλι της πέρασε το ύψος της κουμπαστής αντίκρισε τον άντρα της με καρφωμένο το ένα σκέλος της άγκυρας στο πίσω μέρος του σβέρκου του σαν δόρυ, και τα νεκρά πλέον μάτια του γεμάτα απορία και τρόμο, να κοιτάν έναν ουρανό που δεν έβλεπαν.

Η ζαλάδα!

Δυο φίλοι μπαίνουν σ’ ένα καράβι για να πάνε σε κάποιο νησί. Αφού αράζουν στο κατάστρωμα λέει ο ένας.
-Ρε Μήτσο δεν πήραμε τίποτε φάρμακα για την ναυτία, πετάξου απέναντι στο φαρμακείο να πάρεις, πάρε και κανένα προφυλακτικό. Πηγαίνει ο φίλος του και γυρίζει με ένα χάπι για την ναυτία και ένα προφυλακτικό.
-Ρε ξεφτίλα μόνο για πάρτι σου πήρες, πήγαινε ξανά! Πηγαίνει και ζητά από το φαρμακοποιό ξανά τα ίδια, όταν επιστρέφει στο καράβι του λέει ο φίλος του.
-Καλά τόσο τσιγκούνης είσαι, και αν μας τύχουν τίποτε γκόμενες πως θα τη βγάλουμε; Πηγαίνει νευριαμένος ο Μήτσος πάλι στο φαρμακείο και ζητά 3 προφυλακτικά και άλλα τόσα χάπια, τον κοιτάζει ο φαρμακοποιός και του λέει.
-Καλά ρε παιδάκι μου, αφού σε ζαλίζει τόσο το πήδημα γιατί δεν το κόβεις;