Ω! να το βλέπω δε θέλω!
Πές στό φεγγάρι νάρθει,
πώς δέ θέλω νά βλέπω το αίμα
του Ιγνάθιο πά’στην αρένα.
Ω!να το βλέπω δε θέλω!
Το φεγγάρι ολάνοιχτο πέρα ως πέρα.
Αλογο από σύγνεφα ήρεμα,
κι γκρίζα πλατεία του όνειρου
με ιτιές στις άκρες πέρα.
Ω!να το βλέπω δε θέλω!
Η ανάμνησή μου πυραχτώνεται.
Προφτάξτε το στά γιασεμιά
με τη μικρή τους τη λευκότη!
Ω!να το βλέπω δε θέλω!
Η αγελάδα του κόσμου του παλιού
περνούσε τη θλιμένη της γλώσσα
πάνω από ένα μουσούδι μ’αίματα
χυμένα στην αρένα,
κι οι ταύροι του Γουισάντο,
σαν πέτρες και σα θάνατοι,
μουγκρίσαν ως δυό αιώνες
που κουράστηκαν να πατούν τη γη.
Οχι.
Να το βλέπω δε θέλω!
Απ’ τα σκαλοπάτια ο Ιγνάθιο ανεβαίνει
μ’όλο το θάνατό του πάνω στη ράχη.
Αναζητούσε την αυγή,
κι αυγή δε βρίσκουνταν εκεί.
Αναζητάει τη σίγουρή του την κατανομή,
και τ’όνειρο τόνε παραπλανάει.
Αναζητούσε τ’ωραίο του κορμί
κι απάντησε τ’ανοιχτό του αίμα.
Το εξαίσιο ποίημα του Λόρκα γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1934 στη Μαδρίτη για το θάνατο του αγαπημένου φίλου του-ξακουστού ταυρομάχου-Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας,-που συνέβηκε στις 11 τ’Αυγούστου του ίδιου εκείνου χρόνου και τον πληροφορήθηκε ο Φεδερίκο στο Σαντιάγο της Χιλής, όπου
βρισκότανε τότε.Ο Μεχίας ήτανε για το Λόρκα όχι μονάχα φίλος πολύ στενός και αγαπημένος,μα και διανοούμενος ξεχωριστός,γι αυτό και συχνά
του πρωτοδιάβαζε τα καινούργια δημιουργήματά του,όπως το ‘Ματωμένο Γάμο’
Επειδή το ποίημα αυτό είναι πολύ μεγάλο,θα δημοσιεύσω τα καλύτερα μέρη
του σε συνέχειες.