Η ανακουφιστική δράση της βλασφημίας

Καμία ιδέα ή σύστημα πεποιθήσεων ( συμπεριλαμβανομένων όλων των θρησκειών ακόμη και της κυρίαρχης) δεν πρέπει να τυγχάνει οποιασδήποτε προστασίας από κριτική ή προσβολές. Προστασία αξίζει μόνο η ανθρώπινη προσωπικότητα και μάλιστα αυτή η προστασία πρέπει να είναι μειωμένη για τα δημόσια πρόσωπα. Όπως έλεγε ο Μαρκ Τουέιν ( που τον χρησιμοποιούν και οι πολιτικοί μας στις ανούσιες αντιπαραθέσεις τους): «Η βλσαφημία δίνει τέτοια ανακούφιση, που ούτε η προσευχή μπορεί να δώσει». Ας αφήσουμε λοιπόν αυτήν την ανέξοδη πολυτέλεια στους ταλαιπωρημένους ψυχολογικά Έλληνες στις εποχές της κρίσης και της υπερφορολόγησης. Δεν μας έχουν μείνει και πολλές απολαύσεις και τα φάρμακα είναι ακριβά και έχουν παρενέργειες.

Η βία δεν μπορεί να είναι ανεκτή

Ένας μαθητής στην Πάτρα έσπασε το σαγόνι συμμαθητή του. Ομάδα μαθητών στο Βύρωνα ξυλοκόπησε άγρια έναν δεκαεπτάχρονο, που προσπάθησε να υπερασπιστεί την αδελφή του. Δύο πρόσφατα ακραία περιστατικά άγριας βίας, που είναι πια διάχυτη και διαρκώς επιδεινούμενη στα γυμνάσια και στα λύκεια, αλλά ακόμα και στα δημοτικά. Η βία έχει εγκατασταθεί ανεμπόδιστη στα ελληνικά σχολεία με αμήχανους και ανήμπορους τους δασκάλους, ακόμα κι αν θέλουν να επιβάλουν την τάξη και να αποτρέψουν τις μεταξύ των παιδιών αδικοπραγίες. Και μόνιμα θύματα τα αδύναμα παιδιά απέναντι στην έμπρακτη εκδήλωση των άγριων ενστίκτων των συνομηλίκων τους.

Φυσικά τα όσα έκτροπα συμβαίνουν καθημερινά στα ελληνικά σχολεία, όπου σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες 3 στα 10 παιδιά έχουν πέσει θύματα σχολικού εκφοβισμού, απηχούν σε μικρογραφία τα φαινόμενα βίας που τείνουν να κυριαρχήσουν γενικότερα στην κοινωνία μας, καθώς μάλιστα διδάσκεται πια επί εικοσιτετραώρου βάσεως με καθοδηγητή στα κινητά τους τα διάφορα σάιτ που σε παγκόσμια κλίμακα έχουν αναδειχθεί σε σχολές εγκλήματος. Συμπεριφορά που όχι μόνο δεν αποτρέπεται, αν αυτό είναι δυνατόν, αλλά και προστατεύεται ως ελεύθερη διακίνηση ιδεών.

Η σύγχρονη κοινωνία των ατομικών ελευθεριών και της ευαισθησίας απέναντι στην προσωπικότητα του ατόμου έχει βαθμιαία εξελιχθεί σε αναίσχυντο προστάτη των βιαιοπραγούντων και αδικοπραγούντων , αδιαφορώντας για τα θύματά τους. Καθημερινά σχεδόν είναι τα συλλαλητήρια υπέρ των συλλαμβανομένων για πράξεις βίας, αλλά ποτέ υπέρ των θυμάτων τους. Οι μαθητές του Βύρωνα γνώριζαν πως η τιμωρία τους θα ήταν το πολύ δυο μέρες αποβολή, που με αυθάδεια την σχολίαζαν βγάζοντας και σέλφι μέσα στα αστυνομικά τμήματα. Η πολιτεία οφείλει να πάρει μέτρα, προτού πάρει (και με το δίκιο του), κάποιος πατέρας το νόμο στα χέρια του.

Λάθος κίνηση

Μπαίνει ένας τύπος στο σπίτι του και βλέπει την γυναίκα του να παίζει πλακωτό (όχι τάβλι), με έναν φίλο του. Τραβάει το πιστόλι και του ρίχνει μια στο κεφάλι, γυρνάει η γυναίκα στον άντρα της και του λέει:

-«Τάκη συνέχισε αυτό το τροπάριο και σε λίγο θα μείνεις χωρίς φίλους!».

Το σπέρμα του διαβόλου.

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

(Το νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, έχει εγκατασταθεί στο καινούργιο του σπίτι, μια πανέμορφη μονοκατοικία, με ανθοστόλιστο κήπο, δώρο του πατέρα του Γιώργου, απολαμβάνουν τον καφέ τους, στο ευρύχωρο μπαλκόνι που έχει θέα στην θάλασσα)

ΝΕΦΕΛΗ: Αγάπη μου, λαμπρό μου φως, είμαι τόσο ευτυχισμένη, που νομίζω πως είναι μόνο ένα όνειρο μόνο, φοβάμαι μήπως ξυπνήσω και χαθεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ: (Παίρνει τα χέρια της στα δικά του) Δεν είναι όνειρο γλυκιά μου, είναι η πραγματικότητα, με σάρκα και οστά, τίποτε δεν μπορεί να μας ξυπνήσει, θα ξυπνάμε μόνο μετά από κάθε ύπνο και θα ζούμε το όνειρο ξανά και ξανά, η ζωή μας μοιάζει με όνειρο, αλλά ελπίζω να διαρκέσει για πάντα.

ΝΕΦΕΛΗ: Αυτή η ευτυχία με τρομάζει ψυχή μου, λένε πως όλα τα πράγματα έχουν μια τιμή, ώρες -ώρες φοβάμαι, μην έλθει η ώρα του λογαριασμού.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Θησαυρέ μου αμύθητε, μην βάζεις κακό στο νου σου, ο ουρανός της σχέσης μας είναι ανέφελος, κανένας δεν μπορεί να μας φέρει σύννεφα, αυτός ο ήλιος θα λάμπει για πάντα, μέχρι την συντέλεια του κόσμου.

ΝΕΦΕΛΗ: Αυτή η λάμψη στα μάτια σου αγάπη μου, η αγάπη που βλέπω μέσα τους γεμίζει την καρδιά μου ευτυχία, πόσο μ’ αγαπάς αλήθεια;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Όλοι η θησαυροί της Γης, είναι τόσο φτωχοί για να συγκριθούν με τον πλούτο που κρύβει η ψυχή μου για την δική σου, σε λατρεύω στον ύψιστο βαθμό.

ΝΕΦΕΛΗ: Αν’ υποθέσουμε πως αύριο, γνώριζες την ομορφότερη γυναίκα της γης, δεν θα με άφηνες;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Η ομορφιά βρίσκεται στα μάτια εκείνου που την κοιτάζει, εγώ σε σένα βλέπω την τέλεια ωραιότητα, πως είναι δυνατόν να δω κάτι ομορφότερο; Είσαι η ομορφιά πέρα από την ομορφιά, γι’ αυτό και η αγάπη μου για σένα είναι ασύνορη, μπορείς να είσαι σίγουρη, πως είναι αδύνατο να αντικρίσουν τα μάτια μου περισσότερη ομορφιά από την δική σου θεότητα, αυτό είσαι για μένα, επίγεια θεά. Νόμιζα πως ο κόσμος των ιδεών του Πλάτωνα ήταν κάτι αστείο, τώρα πιστεύω πως αυτό που βλέπω είναι μιαν ανάμνηση, ναι θησαυρέ μου, ήθελα να μπορούσα να σε κάνω να με δεις με τα μάτια μου, τότε δεν θα με ρωτούσες ξανά, αν θα σε άφηνα για την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου!

ΝΕΦΕΛΗ:  Έτσι σε βλέπω και εγώ ακριβέ μου, ελπίζω να σε βλέπω πάντα έτσι.

ΓΙΩΡΓΟΣ:  Όταν όμως τα μαλλιά μου θα γίνουν γκρίζα και το βλέμμα μου θα χάσει την λάμψη του, τι θα γίνει;

ΝΕΦΕΛΗ: Τότε θα σ’ αγαπάω ακόμα πιο πολύ, αυτό θα γίνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Σ’ ευχαριστώ γλυκιά μου, τι όμορφος που είναι ο κόσμος αλήθεια! (κοιτάζει στα μάτια την αγαπημένη του, αλλά ξαφνικά μελαγχολεί, ατή ξαφνιάζεται από την απότομη μεταβολή των συναισθημάτων του).

ΝΕΦΕΛΗ: Γιώργο, τι σου συμβαίνει αγάπη μου; Από την απόλυτη ευτυχία που ήσουν, λες και έπεσες στην δυστυχία, τι σου συνέβη;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ξέρεις τι μου συνέβη ψυχούλα μου; Σκέφτηκα απλά, ότι όλη η ομορφιά που βλέπω γύρω μου, με την ωραιότερη απ’ όλες να είσαι εσύ, μια μέρα θα χαθεί και δεν θα μείνει ίχνος κανένα.

ΝΕΦΕΛΗ: Εμείς σίγουρα θα χαθούμε μια μέρα, είμαστε επισκέπτες σε αυτή την γη, όμως ο κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει για δισεκατομμύρια χρόνια.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ναι, θα υπάρχει για δισεκατομμύρια χρόνια, όμως είναι μαθηματική βεβαιότητα πως μια μέρα θα καταρρεύσει ολόκληρο το Σύμπαν. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες, η εντροπία συνεχώς αυξάνεται, το τέλος όσων αντικρίζουμε είναι αναπόφευκτο.

ΝΕΦΕΛΗ:  Ας μην χαλιόμαστε για κάτι που θα συμβεί όταν εμείς θα έχουμε πάψει να υπάρχουμε, πρέπει να ζούμε για την στιγμή ετούτη, το αύριο είναι άγνωστο και δεν πρέπει να μας απασχολεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ:  Έχεις δίκιο ψυχούλα μου, εμείς είμαστε ευτυχισμένοι, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μέσα στην δυστυχία και είναι οι περισσότεροι.

ΝΕΦΕΛΗ: Αλήθεια, όμως γιατί η δυστυχία είναι κυρίαρχη;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Εγώ την ευτυχία την φαντάζομαι σαν μιαν όμορφη γυναίκα, την κυνηγάνε όλοι, αυτή κάθετε σε λίγους και από λίγο. Ενώ η δυστυχία είναι πανάσχημη, δεν την θέλει κανένας και γι’ αυτό την πέφτει σε όλους και δεν ξεκολλάει με τίποτε, χα χα χα!

ΝΕΦΕΛΗ: Καλή η παρομοίωση, κάπως έτσι πρέπει να είναι.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν θυμάμαι ποιος φιλόσοφος έχει πει, «οι άνθρωποι κυνηγάνε την ευτυχία με τόση σπουδή, που συχνά την προσπερνάνε βιαστική». Μπορεί να περάσει από δίπλα τους σαν το ποτάμι, αλλά έχουν τα μάτια τους κλειστά, δεν βλέπουν το νερό, κερί στ’ αυτιά τους, δεν ακούν ούτε το θόρυβο.

ΝΕΦΕΛΗ: Αυτή είναι η αλήθεια αγάπη μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μπορεί και ψήγματα αλήθειας.

ΝΕΦΕΛΗ: Γιατί ψήγματα αλήθειας;

ΓΙΩΡΓΟΣ:  Κατά τον Πλούταρχο, η αλήθεια ήταν ένας τεράστιος καθρέφτης στον ουρανό, κάποτε έπεσε στην γη και έγινε κομματάκια, από τότε κάποιος που βρίσκει κάποιο από αυτά, νομίζει πως βρήκε την αλήθεια.

ΝΕΦΕΛΗ: Σωστό μου φαίνεται, ότι βλέπεις στον καθρέφτη είναι η πραγματικότητα.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Εξαρτάται σε τι χέρια πέφτει ο καθρέφτης, αν τον βρει κανένας γάιδαρος, μην περιμένει να δει μέσα αγγέλους, όλα είναι σχετικά ψυχούλα μου.

ΝΕΦΕΛΗ: Τελικά δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

ΝΕΦΕΛΗ: Εσύ δεν έπρεπε να γίνεις μηχανικός, αλλά καλλιτέχνης.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν υπάρχει τίποτε πιο καλλιτεχνικό από το να αγαπάς κάποιον, κατά τον Βαν Γκογκ, αφού αγαπιόμαστε είμαστε καλλιτέχνες. Δεν υπάρχει άλλωστε άνθρωπος, που να μην είναι καλλιτέχνης.

ΝΕΦΕΛΗ: Παράξενο ακούγετε  αυτό, πως γίνεται να είναι όλοι οι άνθρωποι καλλιτέχνες, φυσικά είναι πολλοί αυτοί που ασχολούνται με τις καλές τέχνες, αλλά ελάχιστοι αξίζουν και είναι πολύ σπάνιοι αυτοί που ξεχωρίζουν.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Οι επαγγελματίες καλλιτέχνες σπανίζουν και αυτοί που ξεχωρίζουν είναι ακόμα σπανιότεροι, όμως όλοι δεν βλέπουμε όνειρα;

ΝΕΦΕΛΗ: Φυσικά και βλέπουμε όνειρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είμαστε καλλιτέχνες.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Όταν βλέπεις ένα όνειρο, ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος, ο ενδυματολόγος και οι ηθοποιοί, εσύ που ονειρεύεσαι είσαι όλα αυτά, ο εγκέφαλος τα δημιουργεί, πως λοιπόν αμφισβητείς ότι είσαι καλλιτέχνης;

ΝΕΦΕΛΗ: Μάλιστα, αυτό δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό μου, δηλαδή που και που, όταν δηλαδή βλέπουμε όνειρα είμαστε καλλιτέχνες.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Όχι που και που, κάθε μέρα βλέπουμε όνειρα, απλά δεν τα θυμόμαστε, κατά τον Φρόιντ την μεγαλύτερη διάρκεια του ύπνου μας ονειρευόμαστε και βλέπουμε συνήθως αυτά τα οποία απωθούμε, πράγματα τα οποία μας κάνουν να ντρεπόμαστε, όλοι έχουμε νιώσει άσχημα κονταροχτυπήματα, επειδή αισθανόμαστε ντροπή τους κλείνουμε την πόρτα και τα σπρώχνουμε στο υποσυνείδητο. Όμως κατά την διάρκεια του ύπνου, αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια, επειδή δεν τα λογοκρίνει η συνείδηση, καμουφλαρισμένα συχνά, άλλωστε με καθαρότητα.

ΝΕΦΕΛΗ: Δώσε μου ένα παράδειγμα.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ο Ευρυπίδης λέει κάπου, πολλοί στα όνειρά τους, έχουν σμίξει με την μητέρα τους και αυτό το έχουν δει πολλοί, άσχετα πως δεν το ομολογούν από ντροπή. Ένα άλλο παράδειγμα, κάποιος βλέπει στον ύπνο του, πως δέχτηκε από την εξαδέλφη του σαν δώρο δυο μπαλόνια. Ποια είναι τα μπαλόνια, της ξαδέρφης του τα μπαλκόνια, τα οποία επιθυμεί, αλλά τον κάνουν να ντρέπεται.

ΝΕΦΕΛΗ: Xα, χα ,χα, πλάκα έχεις Γιώργο, εσύ θα επιθυμούσες ποτέ την ξαδέρφη σου;

ΓΩΡΓΟΣ: Δεν μπορώ να το πω μετά βεβαιότητος, γιατί οι ξαδέρφες που έχω, δεν είναι και έργα τέχνης.

ΝΕΦΕΛΗ: Δεν έχεις και άδικο αλλά..

(το χτύπημα του τηλεφώνου διακόπτει τον λόγο της, μπαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού να το σηκώσει και επιστρέφει σε δυο λεπτά»

ΝΕΦΕΛΗ:  Σε λίγα λεπτά, θα έχουμε επίσκεψη.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ποιος ή ποια μας έρχεται;

ΝΕΦΕΛΗ: Η αγαπημένη σου μανούλα, με ρώτησε αν μπορεί να μας επισκεφτεί, τι ευγενικός άνθρωπος, ειλικρινά την αγαπώ όπως και την δική μου μάνα. Θα την αγαπούσα χωρίς άλλο και μόνο και που είναι μάνα σου, αλλά είναι τόσο υπέροχος άνθρωπος που θα την αγαπούσα έστω και αν μου ήταν απλά γνωστή.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Τα αισθήματα είναι αμοιβαία, σε λατρεύει και αυτή, πριν ακόμα μάθει για τον δεσμό μας.

ΝΕΦΕΛΗ: Αυτό το πλάσμα που θα έλθει με το καλό στο σπίτι μας, θα είναι πολύ τυχερό με τους γονείς και τους παππούδες, θα είναι αντικείμενο λατρείας.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Σίγουρα, ελπίζω να γεννηθεί γερό μόνο, τα υπόλοιπα είναι εξασφαλισμένα, θα το περιμένει μιαν υπέροχη ζωή ψυχούλα μου.

ΝΕΦΕΛΗ: Είθε να πάνε όλα κατ’ ευχήν αγάπη μου, αλήθεια έχεις καμιά προτίμηση για το φύλο του μωρού;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν με απασχολεί καθόλου αυτό, ένα παιδί γερό να είναι, αν όμως προκύψει κορίτσι θέλω να είναι σαν την μάνα του, καλλονή!

ΝΕΦΕΛΗ: Ούτε και μένα με απασχολεί το φύλο, να είναι γερό και τυχερό και να μοιάζει στον πατέρα του αν είναι αγόρι, αν είναι κορίτσι να μοιάζει στην γιαγιά του την Αντιγόνη, έτσι θα γνωρίσουμε πολλούς κανταδόρους.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Πολλά χρόνια θα ζήσεις κυρά Αντιγόνη, να φάνηκε κιόλας, σήκω να της ανοίξεις την πόρτα.

( Η Αντιγόνη χαμογελαστή, σηκώνεται και σε λίγο οι δυο γυναίκες εμφανίζονται στο μπαλκόνι αγκαλιασμένες, ο Γιώργος σηκώνεται από την καρέκλα, αγκαλιάζει και φιλάει την μάνα του)

ΓΙΩΡΓΟΣ: Καλώς όρισες κυρά Αντιγόνη, κάτσε να μας φτιάξεις την διάθεση.

(Δέχεται μια χαϊδευτική σφαλιάρα από την μάνα του και κάθεται σε μια καρέκλα, οι άλλοι ακολουθούν την ίδια κίνηση)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν έχω να σας φτιάξω καμιά διάθεση, αφού σας βλέπω σε πολύ καλή κατάσταση, εκτός και εννοείς πως ήλθα να σας την χαλάσω.

ΝΕΦΕΛΗ: Τι λόγια είναι αυτά αυτά μητέρα, εσύ να μας χαλάσεις την διάθεση; Με το που σε είδαμε, μας την έκανες ακόμη καλύτερη, εσύ δεν είσαι ποτέ διαθέσιμη για να χαλάς διαθέσεις, ποσώς μάλλον των παιδιών σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Το γνωρίζω ψυχούλα μου, αν πίστευα πως ήμουν ανεπιθύμητη δεν θα ερχόμουν όσο και να το επιθυμούσα, λοιπόν πως τα περνάτε;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Θαυμάσια μανούλα, είμαστε νιόπαντροι, ερωτευμένοι και με υπέροχους γονείς στο πλευρό μας, τι άλλο θα επιθυμούσαμε;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Να είστε πάντα καλά παιδιά μου και η χάρη του Θεού να είναι πάντα μαζί σας.

ΝΕΦΕΛΗ: Ευχαριστούμε μητέρα να είσαι καλά, τι να σου προσφέρουμε;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν θέλω τίποτε κόρη μου, μόλις τελείωσα τον καφέ μου, απλά πέρασα για λίγο να σας δω να πούμε και δυο κουβέντες.

ΝΕΦΕΛΗ:  Άριστα έπραξες μητέρα, πάντα έχουμε ανάγκη την υπέροχη παρουσία σου, είναι για μας ευλογία.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Σ’ ευχαριστώ κόρη μου για τα ευγενικά σου λόγια, δεν θα μπορούσες ποτέ εσύ να μιλήσεις άσχημα για κάποιον.

ΝΕΦΕΛΗ: Δεν σου κάνω κοπλιμέντα μητέρα, εκτός από καλόψυχη, έχεις και ένα είδος σοφίας και αυτό είναι ευτυχία.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ:  Γλυκό μου κορίτσι, από την πρώτη ανάδυση της ιωνικής σκέψεως μέχρι και μετά τον Επίκουρο ακόμα, ένα σύνθημα θρέφει και ποτίζει αυτή τη λαμπρή ακτινοβολία της αρχαίας Ελληνικής σκέψεως. Είναι η «ευτυχία του σοφού»! Ένα παρήγορο παραμύθι, μια καθαρή πλάνη ή ένα ψέμα σκοπιμότητας, έγινε έτσι μοχλός της πιο γνήσιας πνευματικής προσπάθειας που γνώρισαν οι αιώνες. Αλλά γιατί άραγε ο σοφός είναι ευτυχισμένος; Η αρχαία σκέψη ενώ το διακήρυξε σ΄όλους τους τόνους δεν μπόρεσε να το δικαιολογήσει αρκετά. Νομίζω πως ο σοφός, όχι μόνο δεν είναι ευτυχισμένος, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, γιατί στις «ψηλές κορφές» νιώθει κανένας έρημος και απομονωμένος.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μα ποιο ήταν μητέρα το όνειρο της ανθρωπότητας για τους αρχαίους;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μα το όνειρο του Αριστοτέλη, με εκτελεστή τον μαθητή του τον Αλέξανδρο, όμως παρέμεινε όνειρο.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μα ο Αλέξανδρος δεν ήταν παρά ένας βάρβαρος και τίποτε περισσότερο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Το ίδιο πίστευα και εγώ για χρόνια, πως οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου στην Ανατολή, ήταν η μεγαλύτερη ματαιοπονία των αιώνων, η αγάπη της περιπέτειας για την περιπέτεια. Ότι οι πράξεις του δεν κλείνανε μέσα τους «κουκί» ευγένειας και ιδανικών ανώτερων, αλλά έναν ενστικτώδη, βάρβαρο και εγωϊστικό χαρακτήρα. Και τα στηρίγματα μιας τέτοιας γνώμης ήταν πολλά. Το φόνο, με το ίδιο του το χέρι, σε μεθυσμένο καυγά, του Κλείτου, του καλύτερου φίλου του κι’ αργότερα, ιδιόχειρα πάλι, των ένοχων για στάση στρατιωτών του, καθώς και το σταλινοχιτλερικό τρόπο εξοντώσεως του στρατηγού Παρμενίωνα.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ο Παρμενίωνας ήταν ο πατέρας του Κλείτου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Σωστά, καταλαβαίνει κανείς τι θα γινόταν αν το μάθαινε ο Παρμενίωνας, ο ικανότερος και πιο σεβαστός στρατηγός του. Ακόμα στον ξιπασμό του, από τον πλούτο και τα μεγαλεία της Ανατολής και τις στρατιωτικέ νίκες, που τον έκαναν σιγά-σιγά να εφαρμόζει και ο ίδιος τους περήφανους τρόπους των βασιλιάδων της Ανατολής, απαίτησε να τον προσκυνούν. Ο Κλείτος εκείνο το βράδυ, του είπε πως αυτό είναι βαρβαρικό έθιμο, οι Έλληνες ακόμα και στους θεούς μιλάμε όρθιοι, εσύ όμως δεν είσαι θεός, ούτε καν ακέραιος άνθρωπος για να ζητάς τέτοιο πράγμα, έξαλλος από αυτά τα λόγια ο Αλέξανδρος τον σκότωσε, ποιον τον σωτήρα του, που τον έσωσε στον Γρανικό από του χάρου τα δόντια.

ΝΕΦΕΛΗ: Αυτά κάνει η αλαζονεία.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ακριβώς κόρη μου, γι’ αυτό να είστε ταπεινοί τόσο ώστε, η σκόνη να φαντάζει μπροστά σας φαραωνικό έργο. Τέλος πάντων, αλλά είχα άδικο σ’ αυτά και το πνεύμα μου φωτίστηκε από μια φράση του ιστορικού Βίλκεν. «Ο Αλέξανδρος έψαχνε για τα θαλασσινά όρια της αυτοκρατορίας του».

ΓΩΡΓΟΣ: Δηλαδή τι σημαίνει αυτό;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Υποθέτοντας, με τις γεωγραφικές γνώσεις της εποχής, το σχήμα αλλοιώτικο και τα όρια της γης, πολύ μικρότερα από τα σημερινά γνωστά. Η επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου δεν θα ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη. Η Αυτοκρατορία δεν θα κινδύνευε πια, από εξωτερικούς εχθρούς. Μέσα στα φυσικά της σύνορα, τον ωκεανό που θα την περιτριγύριζε, θα γινόταν το θερμοκήπιο ενός Κοσμοπολιτικού Ελληνιστικού Πολιτισμού, που ο ρυθμός αναπτύξεώς του, διόλου δεν θα χάλαγε από βαρβαρικές επιδρομές, ή συνωμοσίες των ντόπιων ανταγωνιστών της εξουσίας με τους ξένους βασιλιάδες.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Αρχίζω να μπαίνω στο νόημα…συνέχισε μητέρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όταν οι βάρβαροι θα υποτάζονταν, βάρβαροι δεν θα υπήρχαν πια. Η πολιτική θα έπαυε. Και το πνεύμα θ’ άνθιζε ελεύθερο. Απερίσπαστοι από ξενικές επιβουλές, χωρίς φόβο για επαναστάσεις και ανατροπές, που κατά κανόνα οφείλονται σε «ξένα δάχτυλα» οι λαοί, θα επιδίδονταν στην οικοδόμηση ενός πνευματικού πολιτισμού χωρίς προηγούμενο. Με το θαυμάσιο όργανο που κληρονόμησε από τον πατέρα του Φίλιππο, το Μακεδονικό Στρατό, ο Αλέξανδρος, νόμιζε ότι είχε το μέσο της επιβολής αυτού του ονείρου. Η «έλξη της Ανατολής» για την οποία τον κατηγόρησαν, η «μαγεία της κατακτήσεως της Λιβύης» που τον έπιασε στη συνέχεια και δεν πρόλαβε να πετύχει, ήταν η έλξη και η μαγεία του ακατάσχετου αυτού οράματος: Η γοητεία του Παγκόσμιου Κράτους των Σοφών (ευτυχών) Ανθρώπων.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι κριτική να κάνει κανένας στο όνειρο αυτό;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Έγινε μόνη της από τον πλοίαρχο Ελκάνο πού αργότερα με τη μικρή «Βικτωρία», που χρειάστηκε τρία ολόκληρα χρόνια για να κάνει, για πρώτη φορά, τον περίπλου, μιας πολύ μεγαλύτερης και σφαιρικής γης, γεμάτη άγριους ιθαγενείς. Γι’ αυτό και ο ευγενικός Ελληνισμός χάθηκε, ξοδεύτηκε στα οροπέδια του Ιράν και στις ερήμους της Αιγύπτου και του Αφγανιστάν. Διαλύθηκε, όπως πέντε σταγόνες αισιόδοξο πνεύμα μέσα σε μια στέρνα νερό.

ΝΕΦΕΛΗ: Τι κρίμα πραγματικά!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ:H Ρώμη, ήρθε κατόπιν στην Ελλάδα, να την διαδεχθεί στις κατακτήσεις της, ώσπου να χαθεί κι αυτή. Αλλά, η Ρώμη, καμιά Ελλάδα δεν κατάκτησε, δεν βρήκε καμιά αντίσταση για να κατανικήσει. Η Ελλάδα (ότι πρέπει να ονομάζουμε Ελλάδα)είχε πεθάνει μαζί με τα όνειρά της. Η άγουρη σοφία του Ελληνισμού έθαψε τον εαυτό της. Η δύναμή της, στάθηκε η αδυναμία του. Ο Αριστοτέλης, ο ηθικός αυτουργός της επιχειρήσεως, με εκτελεστή τον Αλέξανδρο το μαθητή του, έριξε χωρίς να το θέλει και χωρίς να το μάθει ποτέ, την Ανθρωπότητα, αιώνες πίσω. Η επιχείρηση της κατακτήσεως της Ασίας ήταν ένα πρώτο βήμα, μια πρακτική προσπάθεια προς την κατεύθυνση της Ελληνικής Πολιτιστικής Ουτοπίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Η αρχαιότητα, είχε μεγάλα όνειρα, μετά ήλθε το χάος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Πραγματικά παιδιά μου, μετά έχουμε ένα τεράστιο διάλειμα. Κάτω από το μανδύα ενός τελετουργικού και υποκριτικού Χριστιανισμού, μια αληθινή χιλιόχρονη βασιλεία του Σατανά, το Μαύρο Μεσαίωνα!

ΝΕΦΕΛΗ: Πραγματικά, λες και σκοτείνιασε ο κόσμος τα χρόνια του μεσαίωνα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Κατά το διάστημά του η ανθρωπότητα δεν πραγματοποίησε καμιά πάρα-πέρα πρόοδο. Και γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος, από αυτές τις μεγάλες προοπτικές και ενθουσιώδεις προσπάθειες, τις οποίες έχουμε στην Αρχαιότητα από μια νεανική και γενναία ανθρωπότητα. Βούδας, Ιησούς, Σωκράτης είναι τα Ιμαλάϊα του ανθρώπινου μεγαλείου, ας αναφέρουν ένα μονάχα όνομα της χιλιόχρονης βασιλείας. Αλλά σας ζάλισα με την φλυαρία μου…

ΝΕΦΕΛΗ: Μην το ξαναπείς αυτό, κάθε συζήτηση μαζί σου μας ανοίγει τα μάτια, δεν έχω μελετήσει καθόλου τον μεσαίωνα, θα χαιρόμουν αν έκανες τον κόπο να μας πεις δυο λόγια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Σε σύγκριση με την υπέροχη Αρχαιότητα, ο Μεσαίωνας παρουσιάζει ατελείωτους πολέμους, που κανένα όνειρο δεν τους εμψυχώνει. Διαιωνίζεται το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, από τον καλά και «μέγα» Ιουστινιανό, το εξοντωτικό κυνήγημα των πνευματικών ανθρώπων, το κάψιμο των βιβλιοθηκών, το ξύσιμο και σβύσιμο των γραπτών της αρχαίας φιλολογίας και της ανεπανάληπτης σκέψεως της, για να ορνιθοσκαλιστή στη θέση τους το ξεμώραμα και το παραλήρημα αγράμματων νευροπαθών. Σφραγίζεται, με λειψανολατρεία, θαυματολογία, μισαλοδοξία, φανατισμό, αυτοβασανισμό, άχρηστο σχολαστικισμό…

ΝΕΦΕΛΗ: Συγνώμη, αλλά αγνοώ την εννοιολογική σημασία της λέξεως σχολοστικισμό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ένα από τα ζωτικότερα προβλήματα του μεσαίωνα, που απασχολούσε πολύ τις συνειδήσεις ήταν και το ακόλουθο, πόσοι άγγελοι μπορούνε να καθήσουν πάνω στην μύτη μιας βελόνας;

ΝΕΦΈΛΗ: Χα, χα, χα, με τέτοιους αστείους προβληματισμούς, πως να τραβήξει μπροστά το βαγόνι της προόδου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Έχεις απόλυτο δίκιο κόρη μου, θυμίστε μου που είχα μείνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Στο σχολακιστισμό μητέρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μάλιστα, αυτές οι ανήκουστες προλήψεις που κάνουν αδύνατη την ουσιαστική ζωή. Συντηρείται, μ’ άγρια φορολογία, κάτω από την απειλή του τόξου και του ακόντιου και εκμηδενιστική φτώχεια, γύμνια, πείνα, βρώμα, χολέρα, πανούκλα, γενοκτονία των μεγάλων μαζών. Στολίζεται, με άκομψη μεγαλοπρέπεια, χρυσάφι, μετάξι, άγαρμπο διαμαντικό, φαραωνική προσωπολατρεία και τελετουργικό βήμα.

ΝΕΦΕΛΗ: Θεέ μου τι φρίκη, έχει και άλλα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Πολλά ακόμα, ξετυλίγεται, μέσα σε συνεχείς ραδιουργίες και ανακτορικά πραξικοπήματα-σύλληψι, ξεγύμνωμα και διαπόμπευση πάνω σε γάϊδαρο, εξορία, ισόβιο δέσιμο με βαρειές αλυσίδες, φαρμάκωμα, σφάξιμο στο σκοτάδι, πνίξιμο με μαξιλάρι. Γράφεται με αφάνταστη σκληρότητα-σπάσιμο όλων των κοκάλων με σφυρί, μαρτύριο του τροχού, ζεμάτισμα με καυτό λάδι, ή καυτό μολύβι, τύφλωση με πυρωμένο σίδηρο, ξερίζωμα της γλώσσας και των σπλάχνων, κόψιμο των χεριών, των ποδιών, των αυτιών και της μύτης, κάψιμο σιγανό στο φούρνο, στραμπούληγμα των αρθρώσεων, κρέμασμα, σούβλισμα, παλούκωμα, γδάρσιμο, τουμπάνιασμα, στραγγάλισμα, γκρέμισμα.

ΝΕΦΕΛΗ: Φτάνει, δεν αντέχω άλλο ανατρίχιασα!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τελείωσα, δεν είχε άλλα…δηλαδή δεν βρήκαν άλλα, ή δεν τα διάβασα όλα, η ανθρώπινη κακία δεν έχει σύνορα, επομένως ούτε και τα μαρτύρια.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Τι φρικτά χρόνια, να μην υπάρχει καμιά πρόοδο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Η ιδέα της συνεχούς προόδου είναι λοιπόν ιδέα – παραμύθι. Όπως υπάρχουν ζώα που σταμάτησαν για εκατομμύρια χρόνια την εξέλιξή τους, ή άλλα που ξέσπασαν σε κατώτερους τύπους, σαν τρομαγμένα από τις αντιξοότητες του περιβάλλοντος, έτσι υπήρξαν και κοινωνίες που από μια υποσεινείδητη φοβία, αποτελματώθηκαν θεληματικά. Λένε ότι το Βυζάντιο κατέστρεψε τον πολιτισμό πάνω στην προσπάθεια να τον… σώσει. Ότι τον παράχωσε, για να τον κρύψει από τα βάρβαρα χέρια της μεταναστεύσεως των λαών, του άγριου κύματος που πλημμύριζε την Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Μιά απολυταρχική θεοκρατία ήταν ότι χρειαζόταν σαν κυματοθραύστης του βαρβαρισμού.

ΝΕΦΕΛΗ: Ίσως.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αλλά από ανάγκη σε ανάγκη δεν έμεινε τίποτα στα χέρια του. Και όταν πια το Βυζάντιο έπηξε στον δικό του θεοκρατικό πολιτισμό, κάθε Αναγέννηση μέσα στα όρια του ήταν αδύνατη. Το Εκκλησιαστικό Κράτος μοιάζει με χρυσαλίδα και αυτό σημαίνει ακίνητη μούμια. Διάφοροι όμως αξιοπεριφρόνητοι φιλολογούντες, διάφοροι άλλοι, που πρόκειται να πεθάνουν μαζί με τις οικονομίες τους, σαν το μόνο κατώρθωμα της ζωής τους, ισχυρίζονται αλοιώτικα πράγματα. Κατά την γνώμη τους, Ελληνοχριστιανικός Πολιτισμός σημαίνει εκείνο που θυσιάζει τον Ελληνισμό στο Βυζαντινισμό.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Δηλαδή μητέρα το Βυζάντιο έκανε κακό στον Ελληνισμό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Με την ευκαιρία θα σας συμβούλευα να μην δίνεται καμμιά πίστη σε ωρισμένους τυφλοπόντικες των τάφων και των σκουληκιασμένων χαρτιών της περιόδου αυτής, ή στους θεατρίνους των πανηγυρικών της δεκάρας και έμπορους του φτηνού πατριωτισμού, που αναδείχνουν σε πολύ μεγάλη αξία τη μεσαιωνική αγιωτική ζωγραφική και τη βυζαντινή τελετουργική απολίθωση. Ο Ελληνισμός ουδέποτε θα κατορθώσει ν’ απογειωθεί ξανά, όσο επιμένει να κλωθογυρίζει στον τόπο της μεσαιωνικής εγκληματικής αποτελματώσεως.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Πολύ ωραία μας τα είπες μητέρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δηλαδή, τώρα μου λες, τράβα παραπέρα!

ΝΕΦΕΛΗ: Χα, χα, χα! Ο χρόνος που χρησιμοποίησε ο Γιώργος αυτό σημαίνει, αλλά δεν εννοούσε τέτοιο πράγμα με τίποτε μητέρα, δηλαδή τράβα στο καλό, αφού γνωρίζεις καλά πόσο σε αγαπάμε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αστειεύτηκα κόρη μου, μόλις καταλάβω πως κάπου γίνομαι κουραστική, αποχωρώ με αξιοπρέπεια.

ΝΕΦΕΛΗ: Ποτέ και πουθενά δεν γίνεσαι κουραστική εσύ, μόνο αν κάτσεις σε παρέα ηλιθίων, πράγμα που δεν το κάνεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Να είσαι καλά κόρη μου, ας αφήσουμε την φιλολογία και να μιλήσουμε για την καθημερινότητα, πως αισθάνεσαι με την εγκυμοσύνη σου;

ΝΕΦΕΛΗ: Όλα βαίνουν καλώς, ελπίζω να πάνε καλά μέχρι το τέλος, δεν βλέπουμε την ώρα ν’ ακούσουμε το κλάμα του μωρού, θα είναι για εμάς σαν θεία μουσική.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όλα θα πάνε καλά παιδί μου, μακάρι να έχετε πάντα την ουράνια ευλογία, την αξίζετε άλλωστε, γιατί είστε δυό υπέροχα παιδιά.

ΝΕΦΕΛΗ: Ευχαριστούμε πολύ μητέρα, να είσαι πάντα καλά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Λοιπόν παιδιά μου, ήλθε η ώρα να φύγω, σας ευχαριστώ για την παρέα, τα λέμε φυσικά καθημερινά από το τηλέφωνο, αλλά άλλο πράγμα είναι η προσωπική επαφή.

(Η Αντιγόνη σηκώνεται, φιλά τον γιο της, η Νεφέλη την αγκαλιάζει από τον ώμο και απευθυνόμενη στον Γιώργο)

ΝΕΦΕΛΗ: Θα την ξεπροβοδίσω και επανέρχομαι.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Εντάξει αγάπη μου, καλό δρόμο μητέρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ευχαριστώ γιε μου, να είσαι καλά.

(Σε λίγο επιστρέφει η Νεφέλη, κάθεται χαρούμενη δίπλα στον Γιώργο, τον φιλά και του πιάνει το χέρι)

ΝΕΦΕΛΗ: Είμαστε τυχεροί Γιώργο, πολύ τυχεροί που έχουμε δίπλα μας τόσο υπέροχους γονείς, ζούμε κάτω από έναν ανέφελο ουρανό και αυτό είναι ευλογία, δεν νομίζεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Αυτό είναι βέβαιο θησαυρέ μου, όμως…η μάνα μου κάτι έχει, στα μάτια της, είναι στιγμές που διακρίνω κάτι σαν θλίψη..αγωνία..προβληματισμό, δεν ξέρω και εγώ τι ακριβώς αντιμετωπίζει.

ΝΕΦΕΛΗ: Γιώργο δεν νομίζω ότι έχεις δίκιο, απλά η γυναίκα ανησυχεί, επειδή η κοιλιά της γυναίκας είναι σαν την κάλπη, δεν ξέρεις τι μπορεί να βγάλει.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μακάρι να πέφτω έξω, αλλά γνωρίζω καλά την μάνα μου, νομίζω πως κάποιο άλλο πρόβλημα αντιμετωπίζει, ίσως να μην έχει σχέση με εμάς, πάντως κάτι δεν πάει καλά με αυτή. Θα προσπαθήσω να της μιλήσω όταν βρεθούμε οι δυό μας.

ΝΕΦΕΛΗ: Καλά θα κάνεις να της μιλήσεις, ίσως σου ανοίξει την καρδιά της, εύχομαι μόνο να μην συμβαίνει τίποτε το άσχημο.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μακάρι, μετά το φαγητό θέλεις να βγούμε να περπατήσουμε για λίγο;

ΝΕΦΕΛΗ: Την ίδια πρόταση ετοιμαζόμουν να σου κάνω αγάπη μου, ένας περίπατος μετά το φαγητό, είναι αυτό που επιθυμώ και εγώ.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Θαυμάσια λοιπόν, πάντα έχουμε τις ίδιες επιθυμίες, δεν θα μπορούσε να γίνεται διαφορετικά άλλωστε, αφού επιθυμούμε τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, αλλά για ποιον άλλο μιλάω, αφού εμείς είμαστε ένα.

ΝΕΦΕΛΗ: Ακριβώς ακριβέ μου!

ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

(Πρωινό στο σπίτι του Νίκου και της Αντιγόνης, το ζευγάρι παίρνει το πρωινό του)

ΝΙΚΟΣ: Γυναίκα η ομελέτα σου είναι άπαιχτη, γεια στα χέρια σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Σ’ ευχαριστώ, χαίρομαι που σου αρέσει.

ΝΙΚΟΣ: Όλα μου αρέσουν σ’ εσένα, είσαι η αγαπημένη μου σύντροφος, αισθάνομαι πολύ τυχερός που είσαι δίπλα μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Το ίδιο τυχερή αισθάνομαι κι’ εγώ Νίκο μου.

ΝΙΚΟΣ: Χθες πήγες στους νεόνυμφους, πως τους είδες, ασφαλώς θα είναι ευτυχισμένοι, έτσι δεν είναι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μόνο ευτυχισμένοι, στον έβδομο ουρανό ζουν, δόξα τον Θεό.

ΝΙΚΟΣ: Σε λίγους μήνες, θα γίνουμε παππούδες και αυτό είναι υπέροχο, άρχισε να πλέκεις κάλτσες για το μωρό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ας έλθει με το καλό και βλέπουμε, το θεωρώ γρουσουζιά να πλέκω πράγματα πριν γεννηθεί το μωρό.

ΝΙΚΟΣ: Από πότε έγινες προληπτική;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν είμαι προληπτική και το ξέρεις, δεν πιστεύω σε ζώδια, αλλά διαβάζοντας την εφημερίδα, ρίχνω καμιά ματιά στο δικό μου ζώδιο, επειδή η γέννηση του μωρού μας αφορά άμεσα, τα βάζω όλα με τον νου μου, ελπίζω να γεννηθεί γερό μόνο, τίποτε άλλο.

ΝΙΚΟΣ: Είσαι ευχαριστημένη από την επιλογή του Γιώργου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Είναι δυνατόν να μην είμαι; Η Νεφέλη είναι κορίτσι με σπάνια χαρίσματα, τι καλύτερο θα μπορούσαμε να περιμένουμε;

ΝΙΚΟΣ: Έχεις δίκιο απόλυτο, είναι φανταστική κοπέλα η Νεφέλη. Ακόμα και το όνομα που φέρει είναι φανταστικό, αρκεί να μην έχει σχέση με τα σύννεφα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τώρα τι συνδυασμούς κάνεις; Δάγκωσε την γλώσσα σου, γίνεσαι και συ προληπτικός τώρα;

ΝΙΚΟΣ: Αστειεύομαι καλή μου, αλλά όλα είναι πιθανά, ακόμα και το να ρίξεις στην φωτιά ένα κάρβουνο και να μην πάρει φωτιά. Ο κόσμος που ζούμε είναι παράξενος, πολύ παράξενος, ή τα πάντα είναι τυχαία, ή τίποτε δεν είναι τυχαίο, μπορεί όλα να είναι θεϊκά σημάδια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μην μιλάς έτσι γιατί με αναστατώνεις.

ΝΙΚΟΣ: Μήπως η αναστάτωση…είναι νυγμός;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν πας καλά, έχω καθαρή συνείδηση, για να δεχτώ τέτοιο ερέθισμα.

ΝΙΚΟΣ: Τότε λοιπόν μη αναστατώνεσαι, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται, ούτε γάτα, ούτε ζημιά Αντιγόνη μου.

ΑΝΙΓΟΝΗ: Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα, τα παιδιά είναι πολύ τυχερά, ερωτευμένα και σε λίγο θα έλθει το μωρό να ολοκληρώσει την ευτυχία τους.

ΝΙΚΟΣ: Σωστά, σε εμάς καθυστέρησε πολύ ο παπαργός!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τι υπονοείς τώρα;

ΝΙΚΟΣ: Δεν υπονοώ τίποτε, ξέρουμε πως τα παιδιά δεν τα φέρνει ο πελαργός, γνωρίζουμε καλά ποιος είναι ο κουβαλητής!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ο κουβαλητής είναι μέσα στα σκέλια του συζύγου.

ΝΙΚΟΣ: Εκτός και αν είναι άπορος ο κουβαλητής του συζύγου, οπότε θα βρεθεί κάποιος με προικιά να γίνει η δουλειά, χα χα χα!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Έχεις πολύ πλάκα τελικά, σήκωσε το τηλέφωνο μιας και είναι δίπλα σου.

(Ο Νίκος σηκώνει το ακουστικό)

ΝΙΚΟΣ: Καλημέρα αγόρι μου, πολύ καλά εσύ; Πάντα καλά, φυσικά θέλει και ερώτημα, εδώ παίρνουμε το πρωινό μας, εγώ θα φύγω σε καμιά ώρα, σε περιμένουμε να τα πούμε, γεια σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Έρχεται το παιδί; Ωραία, πρώτη φορά έρχεται τόσο πρωί, ίσως κάτι θέλει να μας πει.

ΝΙΚΟΣ: Θαυμάσια λοιπόν, θα μιλήσω λίγο με το γιο μας πριν πάω στη δουλειά μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τι υπόθεση έχεις σήμερα;

ΝΙΚΟΣ: Υπόθεση ρουτίνας, κτηματικές διαφορές.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Κτηματικές διαφορές; Σίγουρα μεταξύ συγγενών έτσι δεν είναι, πότε επιτέλους θα συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι, πως τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.

ΝΙΚΟΣ: Σου το έχω πει πολλές φορές ότι, οι σκληρότερες δίκες είναι μεταξύ στενών συγγενών, το μίσος μεταξύ των ξεχειλίζει και αυτό είναι αξιολύπητο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Άστους να τρώγονται σαν τα κοράκια, έφτασε κιόλας το παιδί, περίμενε να του ανοίξω.

(Σε λίγο μπαίνουν μάνα και γιος, ο Νίκος σηκώνεται χαμογελαστός αγκαλιάζει τον Γιώργο και κάθονται στο τραπέζι και οι τρεις)

ΝΙΚΟΣ: Καλώς όρισες Γιώργο μου, κάτσε να πάρεις πρωινό.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ευχαριστώ πατέρα, έχω φάει, πέρασα να σας δω λίγο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Καλά έκανες γιε μου, να σου κάνω καφέ τουλάχιστον.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ευχαριστώ μητέρα, μόλις τελείωσα τον καφέ μου, μείνε στη θέση σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όπως επιθυμείς αγόρι μου, η Νεφέλη είναι καλά;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μια χαρά είναι δόξα το Θεό, εσείς πως είστε;

ΝΙΚΟΣ: Καλά γιε μου, έχουμε τους γεροντικούς καβγάδες, αλλά τους ξεπερνάμε, εσύ φαίνεσαι ευτυχισμένος, δεν χρειάζεται ερώτημα.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Είμαι ευτυχισμένος πατέρα τόσο πολύ, που μερικές φορές αυτό με φοβίζει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μα γιατί να σε φοβίζει η ευτυχία αγόρι μου;

ΝΙΚΟΣ: Τα σύνορα του πόνου και της χαράς είναι κοινά, γι’ αυτό οι άνθρωποι φοβούνται όταν χαίρονται και γίνονται συνετοί στη λύπη. Θυμάμαι τα λόγια της μάνας μου: «Η χαρά βαστάει ένα ποτήρι μαγεμένο κρασί, σου αγγίζει μ’ αυτό τα χείλη κι όλα μετά σου φαίνονται ρόδινα, ενώ η λύπη κρύβει στις χούφτες μανταρινόφλουδα κι όπως περνάει από κοντά, σου υγραίνει τα μάτια. Μην ξεγελιέσαι, παιδάκι μου, γιατί είναι αδέρφια, να τα πηγαίνεις καλά και με τα δύο. Αν περιφρονήσεις το ένα το άλλο θα σ’ εκδικηθεί…»

ΓΙΩΡΓΟΣ: Σοφά τα λόγια της γιαγιάς μου, την θυμάμαι σαν όνειρο, ήμουν έξι χρονών όταν μας άφησε.

ΝΙΚΟΣ: Πάντως είστε τυχερά παιδιά εσύ και η Νεφέλη, οι μεγάλοι έρωτες σπανίζουν, συνήθως είναι άπιαστα πουλιά, μένουν ανεκπλήρωτοι.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μα γιατί να συμβαίνει αυτό, δεν είναι άδικο;

ΝΙΚΟΣ: Κατά τον Κικέρωνα, η απόλυτη δικαιοσύνη, ισούται με την απόλυτη αδικία. Οι ανεκπλήρωτες αγάπες δεν σβήνουν ποτέ, τις μελετάει στο θρήνο του το νυχτοπούλι, τα νερά που φουσκώνουν σκεπάζοντας στεριές κι ο ήλιος που ξεχνάει να δύσει κι ανταμώνει τη σελήνη στην πανδαισία του θέρους. Οι ανεκπλήρωτες αγάπες κρυφοκοιτάζουν απ’ τον ουρανό την ακόλαστη κλίνη του κόσμου, παραμονεύοντας ζωντανές τη μάταιη ελπίδα του παραμυθιού: «Μακάριοι οι απελπισμένοι ερασταί, ότι αυτοί κερδίσουσι τον στέφανον της Αθανασίας».

ΓΙΩΡΓΟΣ: Tώρα πατέρα με κάνεις να φοβάμαι ακόμα περισσότερο από πριν, αφού εγώ ευτύχισα να αποκτήσω ένα τέτοιο δώρο, μήπως θα πρέπει να γευτώ το αντίδωρο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όχι αγόρι μου, δεν έχεις να ξοφλήσεις κανένα γραμμάτιο, η αγάπη που έχετε με την γυναίκα σου, είναι ουράνιο δώρο, σας το έκανε επειδή είστε υπέροχες ψυχές. Ο Θεός δεν είναι σαν εμάς που δεν δίνουμε κάτι χωρίς να περιμένουμε να εισπράξουμε το αντίτιμο, άλλωστε δεν έχει ανάγκη από τίποτε, γιατί κατέχει τα πάντα. Ο κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος κακία, όχι όμως και ο πλάστης του, τον δημιούργησε από αγάπη και όπως λέει και ο ιερός Αυγουστίνος, η αγάπη προηγείται των πάντων, ακόμα και της προσευχής, ακόμα και της θυσίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Να είσαι καλά μητέρα, τα λόγια σου με ηρέμησαν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Να μην φοβάσαι τίποτε αγόρι μου, να ζεις αγαπημένα με την γυναίκα σου, διάβαζε να πάρεις το πτυχίο σου και να πετύχεις στην δουλειά που θα κάνεις.

ΓΩΡΓΟΣ: Ναι μητέρα αυτό θα κάνω, δεν το κρύβω πως θέλω να γίνω ο καλύτερος στην δουλειά μου, πιστεύω πως θα τα καταφέρω μια μέρα, άλλωστε έχω εσάς ως πρότυπα.

ΝΙΚΟΣ: Δεν είναι ότι καλύτερο για τον άνθρωπο η εκπλήρωση των επιθυμιών του γιε μου, αυτό δημιουργεί μεγαλύτερες ανασφάλειες.

ΓΩΡΓΟΣ: Γιατί συμβαίνει αυτό πατέρα;

ΝΙΚΟΣ: Στην Ουαλία υπάρχει μια σοφή παροιμία γ’ αυτό: «Αν μπεις στο δάσος την εποχή του κυνηγιού, πρόσεξε μην από λάθος σκοτώσεις το μικρό πουλί που λέγεται «δόξα». Τα φυλλώματα πυκνώνουν, η κάννη του όπλου σου αχρηστεύεται από την υγρασία κι εσύ είσαι πια το μοναδικό θήραμα…»

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Κάτι παρόμοιο λέει και ο Όσκαρ Ουάϊλντ, αν θέλει ο Θεός να μας τιμωρήσει εισακούει τις προσευχές μας.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Νομίζω πως η φιλοδοξία, δεν είναι κάτι κακό, περικλείει ευγένεια.

ΝΙΚΟΣ: Όπου βλέπεις δάφνες, υπάρχει και δυστυχία, μας λέει ο Γκαίτε. Ο Πλάτωνας μας λέει κάπου πως όταν οι ψυχές διαλέγουν πως θα επιστρέψουν πάλι σε αυτόν τον κόσμο, ο Οδυσσέας αποφάσισε να επανέλθει σαν απλός σιδηρουργός. Είχε πάθει τόσα πολλά, οπότε σου λέει να μου λείπουν τα μεγαλεία, ο δε Αίαντας διάλεξε να ζήσει σαν λιοντάρι, επειδή είχε απογοητευτεί από τις αδικίες των ανθρώπων.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Καλά λοιπόν, τότε ας χαμηλώσω τον πήχη, χα χα χα!

ΝΙΚΟΣ: Ωραία είναι η παρέα σας, όμως σε μισή ώρα πρέπει να είμαι στο δικαστήριο, θα σας αφήσω να τα πείτε μάνα και γιος, φιλιά στη Νεφέλη αγόρι μου, κανονίστε να έλθετε για φαγητό όποτε θέλετε.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ευχαρίστως πατέρα, να πας στο καλό και καλή επιτυχία στο έργο σου.

(Ο Νίκος σηκώνεται, φιλάει τη γυναίκα του και γιο του και φεύγει, την αναχώρηση του ακολουθεί μια μικρή σιωπή, που την σπάζει η Αντιγόνη)

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τι καλά έκανες που ήλθες αγόρι μου, χάρηκε πολύ και ο πατέρα σου.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μα δεν θα έρχομαι στους γονείς μου μάνα, δεν είναι υποχρέωση αλλά καθήκον μου. Τώρα που είμαστε οι δυο μας, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μπορείς να με ρωτήσεις ότι θέλεις Γιώργο μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Διακρίνω κάποια θλίψη στα μάτια σου, έχεις κάποιο πρόβλημα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Δεν έχω κανένα πρόβλημα αγόρι μου, αντίθετα είμαι πολύ ευχαριστημένη, απλά έχω κάποια ανησυχία για το μωρό, όπως θα έχετε και εσείς άλλωστε, το ίδιο ανησυχούσα και όταν σε είχα στην κοιλιά μου, μην νοιάζεσαι είμαι μια χαρά Γιώργο μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Εντάξει μάνα, θέλω να σε βλέπω χαρούμενη, γι’ αυτό σε ρώτησα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Χαίρομαι που νοιάζεσαι για μένα αγόρι μου, αλλά σε διαβεβαιώνω πως όλα είναι μια χαρά.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μάνα, αλήθεια πιστεύεις καθόλου στη μετεμψύχωση; Μιλάει γι’ αυτή και ο Πυθαγόρας, όπως και ο Βούδας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τι να σου πω αγόρι μου, όλα είναι πιθανά, βρίσκω το δόγμα του Βουδισμού τελείως απαισιόδοξο.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Γιατί είναι απαισιόδοξη μάνα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Η αληθινή έννοια της δεύτερης Αληθείας, του περίφημου λόγου του Βούδα στο Μπερναρές, ότι η καταγωγή του πόνου, είναι που μας φέρνει από αναγέννηση σε αναγέννηση, η δίψα της ηδονής, η δίψα της υπάρξεως.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Αυτό όμως δεν περιέχει δόση αλήθειας;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όταν εξαλείφεις την τάσι της ζωής, όταν ξεριζώνεις τα ένστικτα, όταν ρητά ζητάς την κατάπαυση των γεννήσεων είσαι απαισιόδοξος, απέναντι σ’ ένα μέλλον που δεν τούχεις καμιά εμπιστοσύνη στην κανονική του εξέλιξη. Ενω όταν διδάσκεις την αγάπη θεμελιώνεις την αλληλοβοήθεια και τη συνεργασία στη ζωή και κάνεις την ζωή να αναπτύσσεται και ν’ ανθίζει αντί να σβύνει και να μαραίνεται.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει η φράση, αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην, αυτό δεν είναι πιο αισιόδοξο μήνυμα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Η μέση οδός είναι η καλύτερη, ούτε εξαφάνιση της ζωής, αλλά και ούτε ανεξέλεγκτος αριθμός των γεννήσεων. Η πρόοδος είναι δίκοπο μαχαίρι, δημιουργία Μεγάλης Τέχνης για τον άνθρωπο σημαίνει, να γιατρεύει ο άνθρωπος ανάγκες και να δημιουργεί δυνατότητες.
Αλλά υπάρχει, σ’ αυτό το ωραίο μήλο μέσα και ένα χοντρό σκουλήκι. Είναι η ραγδαία αύξηση των γεννήσεων. Εκατόν είκοσι μωρά αφήνουν οι πελαργοί στην επιφάνεια του πλανήτη κάθε δευτερόλεπτο, και πεθαίνουν πολύ λιγότεροι. Δηλαδή, όσο ο άνθρωπος πετυχαίνει να τροποποιήσει ευνοϊκά τις συνθήκες γύρω του, τόσο δεν μπορεί ν’ απολαύσει την τροποποίηση αυτή που του προσφέρει η τεχνική του, αφού στο μεταξύ αυξάνεται ο πληθυσμός, που έρχεται να λιγοστέψει τις επιτυχίες, έρχεται να καταξοδέψει τα πλεονάσματα των αγαθών κι έτσι δεν κάνει τίποτ’ άλλο η πρόοδος παρά να είναι γενική και στην ουσία να εξακολουθεί να είναι περιορισμένη.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Μα γιατί αυξάνονται οι γεννήσεις με την πρόοδο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Γιατί η ερωτική διάθεση ανεβαίνει στο βαθμό που της το επιτρέπουν τα πλεονάσματα των αγαθών. Όλα αυτά, κόποι που δεν καταβάλλονται εξ αιτίας των νέων ανέσεων, καλυτέρευση διατροφής και λοιπά μετατρέπονται μέσα στους οργανισμούς σε επείγουσα ορμή προς το ετερόφυλλο και δυνατότητα επαφής με το ετερόφυλλο. Μόλις ξεπεραστεί ένα αόρατο όριο αυτοσυντηρήσεως και νάσου, το περισσευούμενο γίνεται…παιδιά.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ουδέν κακό αμιγές καλού δηλαδή και το αντίθετο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ακριβώς γιε μου. Ο Θωμάς Μάλθους μας προειδοποίησε για την αλήθεια αυτή, από τα τέλη του του δεκάτου ογδόου αιώνα. Ενώ τότε χλευάστηκε, νάμαστε πάλι στις μέρες μας μπροστά στο εφιαλτικό πρόβλημα, που λες και μας κυνηγάει. Αργότερα όταν οι επιστήμονες ξανάνοιξαν το λησμονημένο βιβλίο του κι’ αναρωτήθηκαν, μήπως επιτέλους είχε δίκιο; Γράφει ο Ραϋμόν Καρτιέ ότι, αν η αύξηση του πληθυσμού δεν είχε σαν τροχοπέδη την αργή ανάπτυξη των μέσων διαβιώσεως και συνέχιζε κανονικά από την εποχή του Χριστού, τότε ζούσαν τρακόσια πενήντα εκατομμύρια ψυχές όλες-όλες. Το βάρος της ανθρωπότητας, θα ήταν σήμερα ανώτερο από εκείνο του Γαλαξία.

ΓΙΩΡΓΟΣ: Είναι τρομερό να το σκεφτείς μόνο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Αλλά στην τεχνική πρόοδο βρίσκονται ακόμα κρυμμένα και άλλα στενόχωρα εσωτερικά μειονεκτήματα, είναι στην ποιότητα των ανέσεων που μας προσφέρει. Οφείλουμε να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Ο τεχνητός βίος δεν αρμονίζεται εύκολα στα ένστικτα και τους οργανισμούς μας, που δύσκολα αλλάζουν ύστερα από τις χιλιάδες γενιές των προγόνων μας, που έζησαν μέσα σε σχετικά αναλοίωτες συνθήκες. Δεν ζούμε πια μέσα στον κήπο των πρωτοπλάστων, αλλά αναπνέουμε καυσαέρια. Ο άνθρωπος θα εξαφανιστεί από την Γη, όχι χάρι στις ατομικές βόμβες, αλλά από αιτία…τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, που ολοένα πληθαίνουν, μέχρι να δηλητηριάσουν εντελώς την ατμόσφαιρα του πλανήτη.

ΓIΩΡΓΟΣ: Μάνα, άρχισα να ψυχοπλακώνουμε, νομίζω πως είναι σωστά αυτά που λες, όμως δεν είναι καθόλου ευχάριστα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Τεχνική πρόοδο σημαίνει, ότι σου δίνει με το ένα χέρι, σου το παίρνει με το άλλο, ας σταματήσουμε λοιπόν αυτή την συζήτηση εδώ, γιατί έχει και χειρότερα πράγματα η πρόοδος!

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ωραία, δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα περί προόδου…άλλωστε η ώρα πέρασε, είναι καιρός να επιστρέψω στο σπίτι μου. Σ’ ευχαριστώ μάννα για όλα, θα είμαστε πάντα σε επικοινωνία.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Γιατί με ευχαριστείς ψυχούλα μου, για την χαρά που μου έδωσες με την επίσκεψη σου; Είσαι ότι ποιο πολύτιμο έχω, η σκέψη μου είναι πάντα σε σένα, πήγαινε στο καλό, ο Θεός μαζί σου.

(Σηκώνεται ο Γιώργος, την αγκαλιάζει και αυτή τον συνοδεύει στην έξοδο)

 

 

 

 

Το ν’ αποκαλείς γουρούνια τους ναζιστές, υποτιμάς τα συμπαθή τετράποδα

-Κάθε πρωί πριν πιάσουμε δουλειά, οι  Ές- Ές  σέρνανε τις γυναίκες και τα παιδιά στην τάφρο και τους σκοτώνανε. Ύστερα, άμα πηγαίναμε εμείς, η πρώτη μας δουλειά ήταν να τους θάψουμε. Έχεις δει σκοτωμένα παιδιά;

-Όχι παιδιά δεν είδα!

-Την τελευταία ομάδα τη φέρανε απόγευμα, λίγο πριν να σχολάσουμε. Κι ήταν μια γυναίκα μαζί που είχε ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά, ένα μωρό. Τις βάλανε στη γραμμή έτσι, μισοξαπλωτά πάνω στο πλευρό της τάφρου. Τ’ άλλα παιδιά κλαίγανε. Μόνο το μωρό δεν έκλαιγε. Η μάνα του είχε το βυζί έξω, το μωρό βύζαινε με μια πείνα… Ο υπαξιωματικός πήγε και το πήρε απ’ τα χέρια της. Το γαργάλισε λίγο, του γέλασε και το μωρό άρχισε να παίζει, να τραβά τα κουμπιά που γυαλίζανε, το καπέλο. Η μάνα νόμιζε πως το μωρό γλύτωσε. Γονάτισε και φώναζε κλαίγοντας: «Γκράτσια, γκράτσια»…Τα πολυβόλα αρχίσανε…Νά ‘βλεπες πως σπαράζανε οι γυναίκες, τα παιδιά…Πως μουγκρίζανε, πως τρώγανε το χώμα…

-Και το μωρό;

-Η μάνα του μωρού είχε πέσει μονόπαντα, να έτσι…Ο υπαξιωματικός την έσπρωξε με το πόδι του, τη γύρισε ανάσκελα. Επιασε το φουστάνι της από το λαιμό και τόσκισε…Το τράξηξε κάτω, ως τη μέση, κι έβαλε το μωρό να βυζάξει. Το μωρό βρήκε πιο εύκολα το αίμα απ’ το γάλα κι έγλειφε το αίμα…

-Πάψε, μούγκρισα. Πριν λίγο δεν άντεχε ν’ ακούει εκείνη, τώρα δεν άντεχα εγώ. Η Γιαννίνα σταμάτησε. Μείναμε κάμποση ώρα, χωρίς να μιλάμε και χωρίς να βλέπει ο ένας τον άλλον.

-Και το μωρό; ξαναρώτησα έπειτα.

-Πήρε ένα φτυάρι και το χτύπησε.

Απόσπασμα από το βιβλίο

ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ  Του ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ

 

Έλα μωρέ, εδώ γυρίζει ο κόσμος ανάποδα

Πάνε δυο φίλοι σε μια ταβέρνα να φάνε ψάρι, ο ένας είναι λιτοδίαιτος, ο άλλος καλοφαγάς. Παραγγέλνουν  τσιπούρες, το γκαρσόνι σε λίγο αφήνει μια τσιπούρα μεγάλη μπροστά στον λιτοδίαιτο και μια μικρή στον καλοφαγά, ο καλοφαγάς τρελάθηκε από το κακό του, σε μια στιγμή πιάνει τα πιάτα, τους αλλάζει θέση φέρνοντας την μεγάλη τσιπούρα στο μέρος του. Μόλις βλέπει την αλλαγή ο λιτοδίαιτος λέει.

-«Μα πως έγινε αυτό τώρα;»

Απαντάει ο καλοφαγάς. » έλα μωρέ, εδώ γυρίζει ο κόσμος ανάποδα».

Και ο λιτοδίαιτος.

-«Καλά, ας τον επαναφέρουμε στα ίσια!» και φέρνει τα πιάτα στην προηγούμενη θέση.

Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα ρε φίλε;

Δυο φίλοι οικοδόμοι δουλεύουν παρέα, σε κάποια στιγμή ο ένας λέει στον άλλο.

-«Ρε φίλε ξέρεις τι θα ήθελα τώρα;».

-«Όχι που να ξέρω, για λέγε μου».

-«Να, θα ήθελα να πάω στο σπίτι και να βγάλω τι στριγκ της γυναίκας μου!».

-«Καλά, τόσο πολύ έχεις φουντώσει;».

-«Όχι μωρέ, απλά με κόβει πολύ!».

Το σερβίρισμα

Μπαίνει κάποιος Κινέζος σ’ ένα μπαρ, πλησιάζει στον πάγκο που είναι ένας θεόρατος μαύρος και ζητάει ένα ουίσκι, ο μαύρος του λέει.

-«Δεν ζητάμε έτσι ουίσκι, κάτσε στον πάγκο να σου δείξω πως το κάνουμε».

Κάθεται ο Κινέζος στον πάγκο, βγαίνει έξω ο μαύρος και επιστρέφει ανοίγοντας την πόρτα, την κλείνει με πάταγο, πλησιάζει στον πάγκο, χτυπάει δυνατά το χέρι του πάνω σ’ αυτόν και λέει.

-«Βάλε μου ένα ουίσκι με πάγο».

Και ο Κινέζος του λέει.

-«Δεν σερβίρουμε μαύρους!».

Δεν είμαι πια παρθένα…

Η οικογένεια γευματίζει στο τραπέζι, συζητούν ήρεμα μέχρι που η δεκάχρονη κόρη κάνει την εξής δήλωση.

-«Δυστυχώς, δεν είμαι πια παρθένα».

Την αμήχανη σιωπή διαδέχεται η έκρηξη του πατέρα που απευθύνεται στην γυναίκα του.

-«Εσύ είσαι ένοχη γι’ αυτό, βάφεσαι όλη μέρα, κυκλοφορείς με αισχρή ενδυμασία και πηδιέσαι ανελέητα με ότι κινείται», μετά στρέφεται στην εικοσάχρονη κόρη του, «καλό πορνίδιο είσαι και συ, φέρνεις στο σπίτι αυτό το μαλλιά με τα σκουλαρίκια και πηδιέσαι μπροστά στην μικρή».

Η μάνα γίνεται έξαλλη και του λέει, «μιλάς εσύ που βλέπεις όλη την ημέρα πορνό και δεν αφήνεις θηλυκό για θηλυκό;», μετά μαλακώνει τον τόνο της φωνής και μιλάει στην μικρή.

-«Μίλα παιδί μου, πως συνέβη, ήταν πρωκτικό ή κολπικό και πως το έκανες, με κάποιο συμμαθητή σου;»

-«Όχι μαμά, απλά η δασκάλα μου άλλαξε τον ρόλο στο θεατρικό, δεν θα είμαι πλέον η Παρθένος Μαρία, αλλά μια βοσκοπούλα!».

Πέντε λεπτά γελοιότητας

Έχω παρακολουθήσει 2-3 φορές μιαν εκπομπή στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάϊ, όχι για περισσότερο από 3 λεπτά την κάθε φορά, δεν αντέχεις περισσότερο. Έχει έναν ανεκδιήγητο τύπο που παρουσιάζει μιαν εκπομπή, η οποία αγνοώ πως λέγετε. Η κριτική επιτροπή είναι αυτός, μια άλλη κυρία και μια αδελφάρα ο Λάκης Γαβαλάς. Παρουσιάζονται κάτι ψωνισμένα κορίτσια, σουλατσάρουν με διάφορες αστείες ενδυμασίες και βαθμολογούνται, ο τύπος συνήθως τις βαθμολογεί με 1, ο Λάκης με 3 και η κυρία με 2. Το τι υποτιμητικά σχόλια δέχονται δεν λέγεται, το θέαμα είναι πραγματικά αξιολύπητο, εντάξει η επιτροπή πληρώνεται, (σίγουρα όχι αδρά), όμως αυτά τα κορίτσια, γιατί γελοιοποιούνται μου είναι αδιανόητο.