Οι Πόντιοι στον ήλιο

Κάποτε οι Πόντιοι, αποφάσισαν να στείλουν μια αποστολή με δικούς τους αστροναύτες στον ήλιο, αλλά προβληματίστηκαν πως θα τον προσεγγίσουν χωρίς να καούνε. Οι καλύτεροι επιστήμονες που διέθεταν, στρώθηκαν στην δουλειά, τετραγωνικές ρίζες και τα ρέστα, για το πως θα πλησιάσουν. Τούς παίρνει ένας τηλέφωνο όλους και τους λέει, μην κάνετε τίποτε το βρήκα. Τους έκλεισε ένα ραντεβού και ενώ κρέμονταν όλοι από το στόμα του, τους ανακοίνωσε θριαμβευτικά. «Είναι πολύ απλό, θα πάμε νύχτα»!

O δαιμόνιος Κορσικανός

Κάποτε ο Μέγας Ναπολέων, σε μια συζήτηση που έκανε με την μητέρα του, αγανακτισμένος από τα κέρατα που του φόρτωνε η αγαπημένη του σύζυγος η Ζοζεφίνα, της είπε ότι όλες οι γυναίκες είναι πόρνες, και εγώ παιδί μου, του απάντησε η μητέρα του, φυσικά αφού και εσύ γυναίκα δεν είσαι, της είπε αυτός. Είναι ντροπή σου να μιλάς έτσι για τη μάνα σου, διαμαρτυρήθηκε αυτή, μάνα γι’ αυτό που σου λέω, θα σου δώσω χειροπιαστές αποδείξεις, την αποστόμωσε ο στρατηγός.
-Ο Ναπολέων έβαλε έναν ευπαρουσίαστο αξιωματικό, να τα ρίξει στην μάνα του, αυτή δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γοητεία του ωραίου αξιωματικού, της έκλεισε ραντεβού σε ένα κιόσκι θεοσκότεινο. Στην θέση του πήγε ο Ναπολέων μεταμφιεσμένος, αμίλητος την αγκάλιασε και άρχισε να την θωπεύει, της σήκωσε την φούστα, έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα σκέλια της και άρχισε να το σπρώχνει, μα τι κάνεις έτσι, τι πας να κάνεις, ρώτησε απορημένη με την συμπεριφορά του η μάνα του, και άκουσε την φωνή του να λέει. «Πάω να μπω, από εκεί που βγήκα»!

Ο Πινόκιο στην Κούβα

Αναχώρησε για την Κούβα ο «ηγέτης», να πάει στο καλό και μακάρι να ερωτευτεί καμιά Κουβάνα εκεί πέρα και να κουνήσει φτερά στην Περιστέρα. Φυσικά δεν θα τολμούσε να πάει κει πέρα, αν ήταν ζωντανός ο μπαρουτοκαπνισμένος επαναστάτης, γιατί θα του έλεγε: «Σε θεώρησα συνεχιστή και συνεπή ηγέτη της αριστεράς, αλλά αποδείχτηκε ότι είσαι ένας κερατάς, δεν είσαι αριστερός, αλλά ένας μαιντανός, έχεις ξεπεράσει τον Μινχάουζεν στα ψέματα και το Μελλισανίδη στις κωλοτούμπες, είσαι τυχερός που δεν είμαι ζωντανός, γιατί θα σε έστελνα στα ζαχαροκάλαμα.

Γιατί δεν είδες ρε;

Κάποιος υποπτεύονταν ότι η γυναίκα του τον κερατώνει και ήθελε να βάλει κάποιον να την παρακολουθεί, μετά από αρκετή σκέψη κατέληξε ν’ αγοράσει έναν παπαγάλο για να την κατασκοπεύει. Πάει σ’ ένα μαγαζί με ωδικά πτηνά και ρωτάει πόσο κάνει ένας παπαγάλος, του λέει ο πωλητής, αυτός κάνει 100 ευρώ, ο άλλος 80, έχω και έναν με ένα πόδι, σου τον δίνω με 30 ευρώ, εντάξει λέει ο τύπος, δεν τον θέλω για δρομέα, να βλέπει θέλω, τον παίρνει και πηγαίνει στο σπίτι του.
-Λέει στον παπαγάλο, κοίτα να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, θέλω να μου δώσεις αναφορά για ότι θα δεις, εντάξει του λέει ο παπαγάλος, μην ανησυχείς θα παρακολουθώ τα πάντα. Γυρίζει το βραδάκι από τη δουλειά του και λέει στον παπαγάλο, λέγε τώρα τι είδες. Οταν έφυγες, ήλθε κάποιος και άρχισαν να φιλιούνται, μετά της έβγαλε την μπλούζα και της έγλυφε τα βυζιά, αυτή αναστέναζε, της έβγαλε τη φούστα και αυτή του έβγαλε το παντελόνι, της κατεβάζει μετά το βρακάκι… λέγε τι έγινε μετά; μετά δεν είδα τι άλλο έγινε, γιατί δεν είδες ρε μαλάκα; Δεν είδα αφεντικό, γιατί τραβούσα μ…κία και όπως είμαι κουτσός έπεσα κάτω και δεν μπορούσα να σηκωθώ.

Ωδή στην πολιτική μας σκηνή

Τη δεκαετία του 60ντα, εξέχουσα φυσιογνωμία στην παραφιλολογία που παρηγορούσε τους Ελληνες για τη φτώχεια τους, ήταν ο «Γκαούρ Ταρζάν» -περιοδικάκι της δραχμής. Πρωτοπαλίκαρο του Ταρζάν ήταν ο Ποκοπίκο. Πυγμαίος μαυρούκος, με μια μεγάλη γιαταγάνα ανά χείρας. Σκουριασμένη. Με αυτή τη γιαταγάνα ο Ποκοπίκο αποκεφάλιζε τους ήδη σκοτωμένους, ώστε να καταστούν τελείως νεκροί. Αν όχι απ’ τον αποκεφαλισμό, πάντως οπωσδήποτε από τη σκουριά της γιαταγάνας. Ο Ποκοπίκο σύστηνε εαυτόν ως «γόη φιδιών και γυναικών». Προσέτι «προστάτη κουτών και αδυνάτων», ου μην αλλά και «κυνηγό άγριων κονίκλων».
-Ο τρομερός λοιπόν αυτός γίγας, παρότι πυγμαίος, ο Ποκοπίκο μια φορά συνελήφθη από μια άγρια φυλή κανιβάλων. Ετοιμον καθώς τον είχαν για το καζάνι, ο Ποκοπίκο προκάλεσε τον κανίβαλο φύλαρχο σε αγώνα με αίνιγμα-«αν το λύσεις με βράζεις, αν όχι την κάνω», στοιχημάτισε ο ήρωάς μας. Φιλοπαίγμων και τζογαδόρος, ο αρχικανίβαλος δέχθηκε. «Τι είναι αυτό που έχει ένα πόδι, το φυτεύεις στη γλάστρα και το χειμώνα ψήνει κάστανα;», ρωτάει ο Ποκοπίκο. Στύβει το κεφάλι του ο φύλαρχος, τίποτα. Να το πάρει το ποτάμι! «Ο πετροκότσυφας» ανακοινώνει θριαμβευτικά ο Ποκοπίκο. -Μα, ο πετροκότσυφας έχει δυο πόδια, λέει δειλά ο φύλαρχος. – Και τι μας εμποδίζει να του κόψουμε το ένα, τον αποστομώνει ο Ποκοπίκο. -Και πως τον φυτεύουμε στη γλάστρα; – Με το ένα πόδι καθώς είναι; εύκολο! Εξαλλος ο φύλαρχος, είναι έτοιμος να πετάξει τον Ποκοπίκο στο κοχλάζον πλέον λεβέτι, αλλά ταυτοχρόνως τον τρώει η περιέργεια. – Πως θα ψήνει κάστανα; ρωτάει τον κυνηγό άγριων κονίκλων. – Α! αυτό το είπα για να σε μπερδέψω, τον αποτελειώνει ο Ποκοπίκο.

Πάσα ομοιότητα με την πολιτική μας σκηνή, τελείως συμπτωματική…

Ο ταξιτζής και η καλόγρια

Ο ταξιτζής βλέπει γεμάτος ικανοποίηση, μια καλόγρια ν’ ανοίγει την πόρτα απ’ το αμάξι του και να κάθεται στο πίσω κάθισμα. Μέσα από τον καθρέφτη, διακρίνει τις καμπύλες της, ενώ το μπούστο της, φαντάζει κάτω από την μαύρη μπλούζα με δυο περιστέρια έτοιμα να πετάξουν, ενώ σκέφτεται.

Ανάθεμα μωρέ ντουνιά
που μ’ έκανες ταρίφα,
τώρα απ’ την καλογριά
ορέγομαι την τρύπα.

Πως είναι η καλογερική ζωή, την ρωτάει, δόξα τον Θεό τέκνο μου, είμαι ευχαριστημένη, απαντάει η καλόγρια. Να τολμήσω μια ερώτηση, παίρνει θάρρος ο ταρίφας, η αμαρτία για την σάρκα είναι μεγάλη; Ο Θεός έκανε τη σάρκα ποθητή και δεν υπάρχει αμαρτία, δεν έρχεστε μπροστά για να μην γυρνώ πίσω και είναι επικίνδυνο για την οδήγηση, της λέει ο ταρίφας, μόλις κάθεται δίπλα του, την ρωτάει αν η ίδια αισθάνεται έλξη για τους άντρες. Φυσικά και αισθάνομαι, λέει η καλόγρια, έχετε μήπως την επιθυμία να δείτε το μόριο μου, με που του απαντάει καταφατικά, ο ταρίφας παρκάρει σε μια αλάνα και η καλόγρια, του τραβάει μια ιτιά λουλουδιασμένη, που του έφυγε η ψυχή. Μόλις άρχισε να οδηγεί πάλι ο ταρίφας της λέει, εγώ δεν είμαι καν Χριστιανός, έχω να πάω στην εκκλησία 20 χρόνια και η καλόγρια του απαντάει. «Μήπως έχω πάει εγώ σε μοναστήρι, με λένε Γεώργιο και πηγαίνω σ΄ένα μασκέ πάρτι!»

Επίγραμμα

Στο κέντρο στο Μαρούσι. Σε μιαν από τις πιο εμπορικές οδούς. Το μαγαζάκι κλεισμένο. Προσφάτως. Εκ δεξιών του ένα μαγαζί, άδειο κι αυτό νοικιάζεται. Κι εξ ευωνύμων ένα ανοιχτώ ακόμα, που όμως φαίνεται να το παλεύει με την ψυχή στο στόμα. Στην πόρτα του κλεισμένου μαγαζιού μικρή πινακίδα από χαρτόνι γράφει: «Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου δείξατε 29 χρόνια. Ο Θεός μαζί μας». Η Ελλάδα σήμερα…

Εσένα δεν σε κερνάω, γιατί όταν πίνεις…

Μπαίνει ένας τύπος καλοντυμένος σε κάποιο μπαρ, κάθεται σε μια καρέκλα στο μπαρ και λέει στ’ αφεντικό, βάλε μου ένα ουίσκι, βάλε κι’ ένα δικό σου, κέρνα και όλο το μαγαζί από μένα. Ο μπάρμαν τρίβει τα χέρια του απ’ τη χαρά και εκτελεί την παραγγελία. Ο τύπος τράβηξε άλλα πέντε ουίσκι, πήγε 3 το πρωί, όλος ο κόσμος είχε φύγει και του λέει ο μπάρμαν θέλω να κλείσω με πληρώνεις, δεν έχω λεφτά του απαντάει αυτός. Δεν έχεις λεφτά, αλλά τράβηξες 6 ποτά και δεν φτάνει αυτό, κέρασες και όλο το μαγαζί, τώρα θα δεις τι θα τραβήξεις, τον αρπάζει στα μπουνίδια και τον πέταξε έξω.
-Την άλλη μέρα ο τύπος μπαίνει ξανά στο μαγαζί, ένα δικό μου, ένα δικό σου, κέρνα και όλο το μαγαζί, ο μπάρμαν με το ξύλο που του είχε ρίξει το προηγούμενο βράδυ, σκέφτηκε ότι ο τύπος δεν θα τολμούσε να το επαναλάβει και θα πλήρωνε κανονικά. Μόλις μείνανε πάλι οι δυο τους και του ζήτησε το λογαριασμό, ο τύπος του λέει πάλι, δεν έχω λεφτά, γίνεται δεντρογαλιά ο μπάρμαν, τον πλακώνει και τον έκανε μπαούλο στο ξύλο. Την άλλη μέρα ξανά ο τύπος πλησιάζει στον πάγκο κουτσαίνοντας και του λέει. «Πρόσεξε, βάλε ένα δικό μου, κέρνα και όλο το μαγαζί, εσένα δεν σε κερνάω, γιατί όταν πίνεις, δεν ξέρεις τι κάνεις!»

Εδώ η υποκρισία δίνει τα ρέστα της!

Μια κυρία μεγάλης ηλικίας, που διατηρούσε μανάβικο στα Σεπόλια, είχε προσέξει ότι μόλις έφευγε κάποιος για την δουλειά του, κατέφθανε αμέσως στο σπίτι ο κουμπάρος του. Το είχε πει σε όλους τους πελάτες της, κάποια όμως το σφύριξε στην ζωηρή που τα είχε με τον κουμπάρο της, χωρίς να κατονομάσει την κουτσομπόλα. Μια μέρα πήγε η ζωηρή στο μανάβικο και παραπονέθηκε ότι λένε ότι τα έχει με τον κουμπάρο της και της λέει η μανάβισσα. «Μην δίνεις σημασία, υπάρχει και παλιόκοσμος!»

Πήγα ν’ αποφύγω ένα παιδί

Δυο φίλοι συναντιούνται στο δρόμο, ο ένας έχει το χέρι του μπανταρισμένο και ο φίλος του τον ρωτάει με ενδιαφέρον.
-«Τι έπαθες και χτύπησες το χέρι σου;»
-«Να μωρέ, πήγα ν’ αποφύγω ένα παιδί».
-«Και τράκαρες έτσι, με την μηχανή ήσουν;»
-«Οχι ρε συ, έπεσα απ’ το κρεβάτι».