Η λευκότητα της ποίησης του Αναγνωστάκη

…θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου.
Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα,
Άγουρα ρόδα.
Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία
Χωρίς προορισμό
Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν
Να αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας

Τι υπέροχοι στίχοι, με λευκότητα τόσο διαφορετική από την πολυλογία της εποχής μας!

Ποια είναι η ευθύνη μας;

Η ευθύνη μας είναι να ασκηθούμε στην αγάπη και την ελευθερία. Η ελευθερία είναι κατάκτηση και ηθικό πλεονέκτημα. Πηγή της είναι η παιδεία, η εκπαίδευση, η καλλιέργεια της ψυχής και του σώματος.

«Είναι παράδοση σε μας με πόνο να αποκτάμε την ελευθερία» έγραφε ο Θουκυδίδης.
«Ποτέ μου δεν θα θεωρήσω σαν πράγμα ανώτερης αξίας την ζωή μπροστά στην ελευθερία» έδιναν όρκο οι Έλληνες μαχητές στις Πλαταιές.
«Προτέρημα του ελεύθερου είναι να λέει την αλήθεια», αναφέρει ο Μένανδρος.
«Όποιος ελέγχει το σώμα και είναι αδέσμευτος στην ψυχή είναι ελεύθερος», μας παραδίδει ο Επίκτητος.
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», συμπληρώνει ο Κάλβος.

Σήμερα, το σκάφος της πολιτείας πλέει σε επικίνδυνα νερά, οι άνεμοι σηκώνουν τεράστια κύματα. Την ίδια στιγμή, οι επιβάτες διασκεδάζουν ή αμπελοφιλοσοφούν, στα κατώτερα στρώματα η φτωχολογιά ελεεινολογεί τη μοίρα της. Κάπου-κάπου, κάποιος τρελός, γραφικός φωνάζει ότι το σκάφος κινδυνεύει, ότι χρειάζεται αφύπνιση, ενότητα, σύμπνοια και δράση όλων των επιβατών, ώστε η κατάσταση ν’ αλλάξει και το σκάφος να σωθεί.
-Και το πλοίο αυτό πρέπει να σωθεί, γιατί το λιμάνι της πανανθρώπινης συνείδησης το περιμένει, το έχει ανάγκη. Αγαπώντας την Ελλάδα και συνειδητοποιώντας ότι η σωτηρία της και η έξοδος από την παρακμή είναι ευθύνη του καθενός μας, τιμούμε την μνήμη εκείνων που αγωνίστηκαν το ’21 και προσφέρουμε έργο στην ανθρωπότητα που χωρίς την Ελλάδα είναι φτωχή.

Ο φιλάργυρος

ΙΑΚΩΒΟΣ
Εμένα, αφεντικό, οι γλύφτες δεν μ’ αρέσουνε καθόλου. Κι όλα αυτά τα κάνει για να σας ρίχνει στάχτη στα μάτια. Δήθεν μας κάνει έλεγχο που ξοδεύουμε το ψωμί και το κρασί και τα ξύλα και το αλάτι και τα κεριά. Σας κοροιδεύει κατάμουτρα, αφεντικό, αυτό κάνει. Και στενοχωριέμαι που ακούω όσα λέει ο κόσμος για σας γιατί, πως να το κάνουμε, αφεντικό μου είσαστε και σας αγαπάω. Μετά τα άλογά σας, εσάς αγαπάω!

ΑΡΠΑΓΚΟΝ
Λέει ο κόσμος; Τι λέει για μένα ο κόσμος, Ιάκωβε;

ΙΑΚΟΒΩΣ
Άμα σας πω, θα θυμώσετε.

ΑΡΠΑΓΚΟΝ
Εγώ; Α, μπα!

ΙΑΚΩΒΟΣ
Μωρέ, Τούρκος θα γίνετε.

ΑΡΠΑΓΚΟΝ
Σου είπα, όχι. Αντίθετα, θα χαρώ γιατί θέλω να ξέρω τι λέει ο κόσμος για μένα.

ΙΑΚΩΒΟΣ
Αφού θέλετε, ακούστε τα. Ο κόσμος σας σχολιάζει και σας κοροιδεύει πίσω από την πλάτη σας. Όλοι γελάνε με τις φοβερές ιστορίες για την τσιγκουνιά σας. Ένας λέει ότι τυπώνετε ημερολόγια γεμάτα νηστείες και σαρακοστές για να μην ταίζετε το προσωπικό σας. Άλλος λέει ότι κάθε Πρωτοχρονιά μαλώνετε με τους υπηρέτες σας για να τος κάνετε το μουτρωμένο και να μην τους δίνετε το δώρο. Άλλος λέει ότι κάποτε κάνατε μήνυση στο γάτο του γείτονα γιατί έφαγε κάτι αποφάγια σας. Άλλος λέει πως πάτε και κλέβετε το σανό των αλόγων σας για να τους τον ξαναδίνετε την άλλη μέρα και πως μια φορώ σας έπιασε στα σκοτεινά ο αμαξάς που είχατε πριν από μένα και σας ρήμαξε στο ξύλο, κι εσείς δεν βγάλατε κουβέντα απ’ την ντροπή σας. Όπου και να πάω, τέτοια ακούω να λένε. Όλος ο κόσμος σας κοροιδεύει και γελάει μαζί σας. Τσιφούτη σας ανεβάζουν, αγιογδύτη σας κατεβάζουν. Τοκογλύφο σας ανεβάζουν, σπαγκοραμμένο σας κατεβάζουν. Αυτά και άλλα λέγονται για σας.

ΑΡΠΑΓΚΟΝ
(Τον δέρνει)Βλάκα, ηλίθιε, ξετσίπωτε, αχρείε, χαμένο κορμί!

ΙΑΚΩΒΟΣ
Γιατί, αφεντικό; Εσείς επιμένατε να σας πω τι λένε.

ΑΡΠΑΓΚΟΝ
Ναι, αλλά δεν ήθελα να μου πεις αυτά, άλλα ήθελα να μου πεις.

Απο το φιλάργυρο του Μολιέρου
Τρίτη πράξη
Σκηνή 1

 

 

Τι παιδί κι’ αυτό!

Μια δασκάλα συζητούσε με εξάχρονα παιδάκια τις Δέκα Εντολές. Αφού τους εξήγησε την εντολή «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου», τα ρώτησε.

Υπάρχει κάποια εντολή που να μας μαθαίνει πως να συμπεριφερόμαστε στα αδέρφια μας; Χωρίς να χάσει λεπτό ένα αγοράκι (το μεγαλύτερο στην οικογένειά του) απάντησε. «Ου φονεύσεις!»

Ο Θεός και το στοίχημα

Αναγνωρίζοντας την αναποτελεσματικότητα των ορθολογικών αποδείξεων για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού, ο Πασκάλ υποστηρίζει την ιδέα της θρησκευτικής πίστης ως στοίχημα, η δυσαναλογία μεταξύ της  πεπερασμένης αξίας στην οποία ποντάρει (η επίγεια ζωή) και η  άπειρης αξίας που μπορεί να  κερδηθεί είναι επαρκής λόγος να αποδεχτεί κανείς το ρίσκο.

Πιο αμόρφωτοι και ηλίθιοι δεν γίνεται

Αντιγράφω από μια συνέντευξη της  κυρίας Ελένης Γλυκατζη-Αρβελέρ.

Δημοσιογράφος: Πείτε μου ειλικρινά τι πιστεύεται για το Μακεδονικό, ποια  θεωρείται ότι θα έπρεπε να είναι η λύση; «Ακούστε με. Θα σας μιλήσω με γεγονότα. Έτυχε, όταν ήταν εξόριστος ο Μάριο Σοάρες στη  Γαλλία, δεν είχε δουλειά να ζήσει και με δική μου παρέμβαση τον βάλαμε στη Σορβόνη να κάνει κάτι. Δεν έκανε τίποτε, αλλά έπαιρνε ένα μισθό. Αυτός ο  άνθρωπος δεν το ξέχασε ποτέ αυτό που κάναμε για αυτόν. Γίνεται Πρόεδρος της Πορτογαλίας και όταν η Λισαβόνα ανακηρύχθηκε  πρωτεύουσα της Ευρώπης το 91, μου στέλνει ένα  μήνυμα που μου έλεγε: «Σας περιμένω στη Λισαβόνα, να μιλήσουμε για την Ευρώπη».

Μας στέλνει το προεδρικό αεροσκάφος, μπαίνουμε μέσα η Σιμόν Βέιλ, ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ, ο άνδρας μου κι εγώ και φτάνουμε στη Λισαβόνα. Το βράδυ που φτάσαμε μας έκανε το τραπέζι ο Ζοζέ Πινέιρο, ως υπουργός των Εξωτερικών. Λοιπόν, καθόμαστε στο τραπέζι. Τη επόμενη ημέρα ετοιμαζόταν να γίνει η μεγάλη  διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη για το Μακεδονικό. Αρχίζουμε την κουβέντα για το Μακεδονικό, εξηγώ λίγο στον Πινέιρο τι γίνεται, αν η Μακεδονία είναι ελληνική, και όλα αυτά. Γυρίζει μετά από λίγο ο Πινέιρο και μου λέει: «Μα πως τα ξέρετε τόσο καλά, κυρία Αρβελέρ, αυτά τα πράγματα;». Του δίνει μια σκουντιά η Σιμόν Βέιλ που καθόταν δίπλα του και του απαντά: «Η κυρία Αρβελέρ είναι βυζαντινολόγος» κι απέφυγε να του πει ότι είμαι και Ελληνίδα. «Μα καλά», λέει ο Πινέιρο, «γιατί δεν μας τα λέει αυτά και ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος;». «Τι σας λέει δηλαδή;» τον ρωτώ. «Τίποτα…Μόλις πούμε το όνομα Μακεδονία κλαίει και ο Γκένσερ την προηγούμενη βδομάδα χτύπησε και τα δυο του χέρια πάνω στο τραπέζι και του είπε: Όχι κλάματα, επιχειρήματα. Τα περιμένουμε ακόμα».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ξανθιά και η γάτα

Μία ξανθιά παίρνει τηλέφωνο τον κτηνίατρο και του λέει.

-«Γιατρέ μου είμαι αναστατωμένη, ακούστε τι έπαθα. Η γάτα μου δυστυχώς ήπιε  πενήντα ml βενζίνη, και τι έκανε; Άρχισε να τρέχει σαν τρελή γύρω γύρω από το σπίτι, αφού έκανε αρκετές φορές τον γύρο του σπιτιού, τώρα την άραξε στον καναπέ και είναι εντελώς ακίνητη, τι λέτε να έπαθε;

Ο γιατρός μετά  από μικρή  σκέψη της απαντάει.

«Απλά, έμεινε από βενζίνη!»

Η απαγωγή

Ο χρυσός καβαλάρης τ’ ουρανού ήταν μισοβυθισμένος στο βασίλειο του Ποσειδώνα. Και η δύση έπαιρνε φαντασμαγορικά χρώματα, προσφέροντας ένα ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα.
Το καλοκαίρι είχε μεστώσει για τα καλά. Η πυρπολημένη γη είχε δεχθεί σαν θείο δώρο την ξαφνική μπόρα και τώρα ευτυχισμένη έβγαζε μία μεθυστική μυρωδιά, λες και έκαιγε θυμίαμα να ευχαριστήσει τον Δημιουργό.
Ένας ξανθομάλλης έφηβος έτρεχε σαν ζαρκάδι ανάμεσα στην οργιώδη βλάστηση, απολαμβάνοντας τις τελευταίες στιγμές της ημέρας. Ο νέος αυτός που άκουγε στο όνομα Τουρινίτο, αφού μελετούσε τα μαθήματά του, ανέβαινε σχεδόν καθημερινά στο βουνό, στη ρίζα του οποίου ήταν κτισμένα τα σπιτάκια του χωριού του.
Ήταν ένα γραφικό χωριό, που οι κάτοικοί του έπρεπε να παλέψουν σκληρά για να εξασφαλίσουν ένα ισχνό εισόδημα. Η μήτρα της γης, αν και αρκετά γόνιμη, χρειαζόταν αρκετό ιδρώτα για να αποδώσει. Επειδή το έδαφος ήταν κακοτράχαλο, για να συγκρατούν τα χώματα έπρεπε να σηκώνουν τοιχάκια, και τα λιθαράκια που χρησιμοποιούσαν χρειάζονταν επίμονη και κοπιαστική εργασία. Με την κτηνοτροφία τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα. Υπήρχαν μεν άφθονα βοσκοτόπια, αλλά το βαρύ κρύο έστελνε πολλά γιδοπρόβατα στον άλλο κόσμο. Μερικά γκρεμοτσακίζονταν στις άγριες χαράδρες, άλλα τα άρπαζαν τα κυνηγάρικα όρνια, ενώ οι κλέφτες των γειτονικών χωριών βοηθούσαν ώστε οι απώλειες να παίρνουν εφιαλτικές διαστάσεις.
Ο Τουρινίτο, αποκαμωμένος από το πολύ τρέξιμο, κάθισε στη ρίζα μιας αγριελιάς να ξεκουραστεί. Το μυαλό του όμως πεταλούδιζε αλλού, ενώ μία έντονη ανησυχία είχε τρυπώσει μέσα του. Ο αγαπημένος του πατέρας είχε αναχωρήσει το πρωί για την Κοιλάδα των Κεραυνών, με σκοπό να αγοράσει ξύλα. Κάποτε είχε συνοδέψει και ο ίδιος τον πατέρα του, αλλά η θλιβερή ανάμνηση από εκείνο το ταξίδι δύσκολα θα ξεριζωνόταν από τη μνήμη του.
Ήταν ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου, και ο καιρός ήταν ακόμα θαυμάσιος. Φόρτωσαν την ξυλεία που είχαν προμηθευτεί σε τέσσερα καλοθρεμμένα μουλάρια και ξεκίνησαν για το χωριό. Ο Τουρινίτο με τον πατέρα του είχαν ανεβεί στον ντορή τους, ένα υπέροχο άλογο, ενώ τα μουλάρια προπορεύονταν φορτωμένα. Ξαφνικά, μαύρα σύννεφα απλώθηκαν στον ουρανό και η βροχή έπεφτε ανελέητα, ενώ οι αστραπές με τις βροντές χάλαγαν τον κόσμο. Κρησφύγετο δεν υπήρχε πουθενά. Και ενώ πάσχιζαν απεγνωσμένα να προστατέψουν τα πρόσωπά τους από το μαστίγωμα της βροχής, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος. Ο κεραυνός βρήκε κατάσαρκα ένα από τα μουλάρια που σωριάστηκε στο χώμα, με τα μάτια του γεμάτα απορία και παράπονο.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κτυπούσε ο κεραυνός στην κοιλάδα, και αυτό δεν ήταν άσχετο με την επωνυμία της. Ένα από τα θύματα του κεραυνού ήταν και ο θείος του Τουρινίτο. Αλήθεια, πόσες φορές η ζωή είχε ποτίσει φαρμάκι τον πατέρα του. Τον αδελφό είχε ξεκάνει ο κεραυνός, τη γριά μητέρα του είχε ξεκοιλιάσει ένα αγριογούρουνο, ενώ το κοριτσάκι του –η αδελφή του Τουρινίτο– έσβησε μικρό από ανίατη ασθένεια. Όμως, αυτός ήξερε να δέχεται με αξιοπρέπεια τον κατατρεγμό της μοίρας του, και όταν ο μικρός προσπαθούσε να τον παρηγορήσει, αυτός του έλεγε την παροιμία: «Με το τρίψιμο το στρώνεις το γυαλίζεις το πετράδι, με τα βάσανα γυμνάζεις και ομορφαίνεις την ψυχή σου».
Ο Τουρινίτο ήταν αρκετά ψηλός για την ηλικία του, γεροδεμένος με γλυκό και αρρενωπό πρόσωπο. Από τον πατέρα του πήρε τη γενναιότητα και την υπομονή, ενώ από τη μητέρα του την ευγένεια και την καλοσύνη. Με τέτοια σωματικά και ψυχικά χαρίσματα, ήταν φυσικό να αισθάνονται οι γονείς του περήφανοι και ευτυχισμένοι.
Στο σχολείο τα πήγαινε αρκετά καλά, επειδή ήταν έξυπνος και μελετηρός μαθητής, αλλά ήταν δύσκολος στις συναναστροφές του. Προτιμούσε να πηγαίνει στην κοινοτική βιβλιοθήκη, η οποία ήταν πολυτέλεια για ένα μικρό χωριό (δωρεά ενός συγχωριανού τους που ευτύχησε να αποκτήσει πολλά χρήματα στην ξενιτιά) και είχε τέτοια πληρότητα που θα τη ζήλευαν πολλές μεγάλες πόλεις. Αν δεν ήταν στη βιβλιοθήκη, θα ανέβαινε επάνω στο βουνό, όπως και σήμερα, να τρέξει ή να ρίξει βολές με το τόξο του.
Η μνήμη του έβοσκε συνέχεια μέσα στις μεγάλες ώρες της ιστορίας και της μυθολογίας. Θαύμαζε πολλούς ήρωες και ημίθεους. Αλλά δύο από αυτούς είχαν αφήσει τα χνάρια τους πάνω στην ψυχή του. Ο ένας ήταν ο πολύπαθος και πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης, τις περιπέτειες του οποίου τραγούδησε ο τυφλός ποιητής με τη θεϊκή του λύρα. Ο άλλος ήταν ο γιός του Αγχίση και της Αφροδίτης, ο θρυλικός Αινείας που, κυνηγημένος σε στεριά και θάλασσα από τη θεά Ήρα, κατόρθωσε να οδηγήσει όσους Τρώες γλίτωσαν από την εκδικητική μανία των Αχαιών στο Λάτιο. Τις περιπέτειες του θαυμαστού αυτού ανδρός απόλαυσε ο Τουρινίτο μέσα από τους έξοχους στίχους του Βιργιλίου.
Το σκοτάδι είχε αρχίσει να γονατίζει το φως όταν ο μικρός σηκώθηκε και με γοργό βήμα πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Ξαφνικά, το δυνατό φως μίας περίεργης λάμψης τον έκανε να κλείσει τα μάτια του. Μπροστά του βρισκόταν ένα παράξενο αντικείμενο, μεγάλο και στρογγυλό. Ήταν ένα διαστημόπλοιο. Εξωτερικά είχε ένα έντονο γαλάζιο χρώμα, ενώ τριγύρω υπήρχαν φωτάκια κίτρινα και κόκκινα σαν γιρλάντα. Ο μικρός τρελάθηκε από τον φόβο του βλέποντας να ανοίγει ένα τμήμα του περίεργου αυτού αντικειμένου και να κατεβαίνει ένα παράξενο ον ντυμένο με κιτρινωπό μανδύα, ενώ το ύψος του δεν ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο.
Πλησίασε τον Τουρινίτο και του έδωσε να καταλάβει πως έπρεπε να τον ακολουθήσει στο διαστημόπλοιο. Ο μικρός, πράγμα περίεργο, τον ακολούθησε με εμπιστοσύνη, ενώ ο φόβος του είχε χαθεί τελείως. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του σκάφους, έμεινε έκπληκτος από τα πολλά και έντονα χρώματα που υπήρχαν στους πίνακες και στα αναρίθμητα κουμπιά. Το πλήρωμα του σκάφους συμπλήρωναν άλλα δύο άτομα. Η πόρτα που ήταν σχήματος οβάλ έκλεισε και ο μικρός ένιωσε ένα τίναγμα, σημάδι ότι είχαν απογειωθεί.
Σιγά-σιγά, ο Τουρινίτο ξεθάρρεψε και άρχισε να παρατηρεί τα περίεργα αυτά όντα. Τα κεφάλια τους ήταν μεγάλα σε σχέση με το σώμα τους. Τα κρανία τους ήταν επίπεδα, με πλατύ μέτωπο που κατέληγε σε σουβλερό πηγούνι, η μύτη τους θύμιζε Πινόκιο, ενώ τα αυτιά τους ήταν τεράστια και θύμιζαν στόμιο κορνέτας. Αν τώρα σε όλα αυτά προσθέσουμε το ερυθρό δέρμα τους, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα καταγάλανα μάτια τους, η εμφάνισή τους δεν ήταν και τόσο κολακευτική.
Αφού μεσολάβησε ένα διάστημα απόλυτης σιωπής, ένας από το πλήρωμα, απευθυνόμενος στον Τουρινίτο, είπε: «Μη φοβάσαι, αγόρι μου, δεν πρόκειται να πάθεις κανένα κακό. Είμαστε πολιτισμένα όντα και δεν σε πήραμε μαζί μας στην τύχη. Σε παρακολουθούμε αρκετό διάστημα, ξέρουμε ότι είσαι καλός, έξυπνος και γενναίος. Θα σε πάμε στον δικό μας πλανήτη, που βρίσκεται πολύ μακριά από τη Γη, και εκεί θα ενημερωθείς από τον πλανητάρχη μας για την αποστολή σου».
Ακούγοντας τούτα τα λόγια, ένιωσε τέτοια χαρά και περηφάνια που κοκκίνισε ολόκληρος. Το μόνο πράγμα που μετρίαζε τη χαρά του και τον ενθουσιασμό του, ήταν η σκέψη των γονιών του, αλλά παρηγορήθηκε αναλογιζόμενος ότι η επιστροφή του θα τους αποζημίωνε για την αγωνία τους από την εξαφάνισή του.

 

Μαμά, τι είναι γκόμενα;

Το κοριτσάκι στο σαλόνι, ρωτάει την μαμά του.
-«Μαμά τι είναι γκόμενα;»
Μετά από μικρή αναμονή, η μαμά απαντάει.
-«Γκόμενα, είναι μια κακιά γυναίκα, που βάζει χέρι στον οικογενειακό προυπολογισμό».
-«Α, μάλιστα, και ο γκόμενος τι είναι;»
-«Ο γκόμενος αντίθετα, είναι ένας ευγενικός κύριος, που βοηθάει τον μπαμπά!».

Καλά ακόμα να παντρευτείς;

Δυο φίλοι συναντιούνται τυχαία, μετά από πολλά χρόνια, λέει ο πρώτος.
-«Τι γίνεσαι ρε φίλε παντρεύτηκες;
-«Ναι βέβαια, έχω και δυο παιδιά, εσύ παντρεύτηκες;
-«Όχι, δεν παντρεύτηκα εγώ».
-«Γιατί όχι;»
-«Επειδή δεν βρέθηκε αυτή που θα ξυπνήσει το κτήνος που κοιμάται μάσα μου».
-«Πήγαινε και κάνε ένα υπερηχογράφημα, μπορεί να σου ψόφησε!»