Ο χρυσός καβαλάρης τ’ ουρανού ήταν μισοβυθισμένος στο βασίλειο του Ποσειδώνα. Και η δύση έπαιρνε φαντασμαγορικά χρώματα, προσφέροντας ένα ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα.
Το καλοκαίρι είχε μεστώσει για τα καλά. Η πυρπολημένη γη είχε δεχθεί σαν θείο δώρο την ξαφνική μπόρα και τώρα ευτυχισμένη έβγαζε μία μεθυστική μυρωδιά, λες και έκαιγε θυμίαμα να ευχαριστήσει τον Δημιουργό.
Ένας ξανθομάλλης έφηβος έτρεχε σαν ζαρκάδι ανάμεσα στην οργιώδη βλάστηση, απολαμβάνοντας τις τελευταίες στιγμές της ημέρας. Ο νέος αυτός που άκουγε στο όνομα Τουρινίτο, αφού μελετούσε τα μαθήματά του, ανέβαινε σχεδόν καθημερινά στο βουνό, στη ρίζα του οποίου ήταν κτισμένα τα σπιτάκια του χωριού του.
Ήταν ένα γραφικό χωριό, που οι κάτοικοί του έπρεπε να παλέψουν σκληρά για να εξασφαλίσουν ένα ισχνό εισόδημα. Η μήτρα της γης, αν και αρκετά γόνιμη, χρειαζόταν αρκετό ιδρώτα για να αποδώσει. Επειδή το έδαφος ήταν κακοτράχαλο, για να συγκρατούν τα χώματα έπρεπε να σηκώνουν τοιχάκια, και τα λιθαράκια που χρησιμοποιούσαν χρειάζονταν επίμονη και κοπιαστική εργασία. Με την κτηνοτροφία τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα. Υπήρχαν μεν άφθονα βοσκοτόπια, αλλά το βαρύ κρύο έστελνε πολλά γιδοπρόβατα στον άλλο κόσμο. Μερικά γκρεμοτσακίζονταν στις άγριες χαράδρες, άλλα τα άρπαζαν τα κυνηγάρικα όρνια, ενώ οι κλέφτες των γειτονικών χωριών βοηθούσαν ώστε οι απώλειες να παίρνουν εφιαλτικές διαστάσεις.
Ο Τουρινίτο, αποκαμωμένος από το πολύ τρέξιμο, κάθισε στη ρίζα μιας αγριελιάς να ξεκουραστεί. Το μυαλό του όμως πεταλούδιζε αλλού, ενώ μία έντονη ανησυχία είχε τρυπώσει μέσα του. Ο αγαπημένος του πατέρας είχε αναχωρήσει το πρωί για την Κοιλάδα των Κεραυνών, με σκοπό να αγοράσει ξύλα. Κάποτε είχε συνοδέψει και ο ίδιος τον πατέρα του, αλλά η θλιβερή ανάμνηση από εκείνο το ταξίδι δύσκολα θα ξεριζωνόταν από τη μνήμη του.
Ήταν ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου, και ο καιρός ήταν ακόμα θαυμάσιος. Φόρτωσαν την ξυλεία που είχαν προμηθευτεί σε τέσσερα καλοθρεμμένα μουλάρια και ξεκίνησαν για το χωριό. Ο Τουρινίτο με τον πατέρα του είχαν ανεβεί στον ντορή τους, ένα υπέροχο άλογο, ενώ τα μουλάρια προπορεύονταν φορτωμένα. Ξαφνικά, μαύρα σύννεφα απλώθηκαν στον ουρανό και η βροχή έπεφτε ανελέητα, ενώ οι αστραπές με τις βροντές χάλαγαν τον κόσμο. Κρησφύγετο δεν υπήρχε πουθενά. Και ενώ πάσχιζαν απεγνωσμένα να προστατέψουν τα πρόσωπά τους από το μαστίγωμα της βροχής, ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος. Ο κεραυνός βρήκε κατάσαρκα ένα από τα μουλάρια που σωριάστηκε στο χώμα, με τα μάτια του γεμάτα απορία και παράπονο.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κτυπούσε ο κεραυνός στην κοιλάδα, και αυτό δεν ήταν άσχετο με την επωνυμία της. Ένα από τα θύματα του κεραυνού ήταν και ο θείος του Τουρινίτο. Αλήθεια, πόσες φορές η ζωή είχε ποτίσει φαρμάκι τον πατέρα του. Τον αδελφό είχε ξεκάνει ο κεραυνός, τη γριά μητέρα του είχε ξεκοιλιάσει ένα αγριογούρουνο, ενώ το κοριτσάκι του –η αδελφή του Τουρινίτο– έσβησε μικρό από ανίατη ασθένεια. Όμως, αυτός ήξερε να δέχεται με αξιοπρέπεια τον κατατρεγμό της μοίρας του, και όταν ο μικρός προσπαθούσε να τον παρηγορήσει, αυτός του έλεγε την παροιμία: «Με το τρίψιμο το στρώνεις το γυαλίζεις το πετράδι, με τα βάσανα γυμνάζεις και ομορφαίνεις την ψυχή σου».
Ο Τουρινίτο ήταν αρκετά ψηλός για την ηλικία του, γεροδεμένος με γλυκό και αρρενωπό πρόσωπο. Από τον πατέρα του πήρε τη γενναιότητα και την υπομονή, ενώ από τη μητέρα του την ευγένεια και την καλοσύνη. Με τέτοια σωματικά και ψυχικά χαρίσματα, ήταν φυσικό να αισθάνονται οι γονείς του περήφανοι και ευτυχισμένοι.
Στο σχολείο τα πήγαινε αρκετά καλά, επειδή ήταν έξυπνος και μελετηρός μαθητής, αλλά ήταν δύσκολος στις συναναστροφές του. Προτιμούσε να πηγαίνει στην κοινοτική βιβλιοθήκη, η οποία ήταν πολυτέλεια για ένα μικρό χωριό (δωρεά ενός συγχωριανού τους που ευτύχησε να αποκτήσει πολλά χρήματα στην ξενιτιά) και είχε τέτοια πληρότητα που θα τη ζήλευαν πολλές μεγάλες πόλεις. Αν δεν ήταν στη βιβλιοθήκη, θα ανέβαινε επάνω στο βουνό, όπως και σήμερα, να τρέξει ή να ρίξει βολές με το τόξο του.
Η μνήμη του έβοσκε συνέχεια μέσα στις μεγάλες ώρες της ιστορίας και της μυθολογίας. Θαύμαζε πολλούς ήρωες και ημίθεους. Αλλά δύο από αυτούς είχαν αφήσει τα χνάρια τους πάνω στην ψυχή του. Ο ένας ήταν ο πολύπαθος και πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης, τις περιπέτειες του οποίου τραγούδησε ο τυφλός ποιητής με τη θεϊκή του λύρα. Ο άλλος ήταν ο γιός του Αγχίση και της Αφροδίτης, ο θρυλικός Αινείας που, κυνηγημένος σε στεριά και θάλασσα από τη θεά Ήρα, κατόρθωσε να οδηγήσει όσους Τρώες γλίτωσαν από την εκδικητική μανία των Αχαιών στο Λάτιο. Τις περιπέτειες του θαυμαστού αυτού ανδρός απόλαυσε ο Τουρινίτο μέσα από τους έξοχους στίχους του Βιργιλίου.
Το σκοτάδι είχε αρχίσει να γονατίζει το φως όταν ο μικρός σηκώθηκε και με γοργό βήμα πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Ξαφνικά, το δυνατό φως μίας περίεργης λάμψης τον έκανε να κλείσει τα μάτια του. Μπροστά του βρισκόταν ένα παράξενο αντικείμενο, μεγάλο και στρογγυλό. Ήταν ένα διαστημόπλοιο. Εξωτερικά είχε ένα έντονο γαλάζιο χρώμα, ενώ τριγύρω υπήρχαν φωτάκια κίτρινα και κόκκινα σαν γιρλάντα. Ο μικρός τρελάθηκε από τον φόβο του βλέποντας να ανοίγει ένα τμήμα του περίεργου αυτού αντικειμένου και να κατεβαίνει ένα παράξενο ον ντυμένο με κιτρινωπό μανδύα, ενώ το ύψος του δεν ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο.
Πλησίασε τον Τουρινίτο και του έδωσε να καταλάβει πως έπρεπε να τον ακολουθήσει στο διαστημόπλοιο. Ο μικρός, πράγμα περίεργο, τον ακολούθησε με εμπιστοσύνη, ενώ ο φόβος του είχε χαθεί τελείως. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του σκάφους, έμεινε έκπληκτος από τα πολλά και έντονα χρώματα που υπήρχαν στους πίνακες και στα αναρίθμητα κουμπιά. Το πλήρωμα του σκάφους συμπλήρωναν άλλα δύο άτομα. Η πόρτα που ήταν σχήματος οβάλ έκλεισε και ο μικρός ένιωσε ένα τίναγμα, σημάδι ότι είχαν απογειωθεί.
Σιγά-σιγά, ο Τουρινίτο ξεθάρρεψε και άρχισε να παρατηρεί τα περίεργα αυτά όντα. Τα κεφάλια τους ήταν μεγάλα σε σχέση με το σώμα τους. Τα κρανία τους ήταν επίπεδα, με πλατύ μέτωπο που κατέληγε σε σουβλερό πηγούνι, η μύτη τους θύμιζε Πινόκιο, ενώ τα αυτιά τους ήταν τεράστια και θύμιζαν στόμιο κορνέτας. Αν τώρα σε όλα αυτά προσθέσουμε το ερυθρό δέρμα τους, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα καταγάλανα μάτια τους, η εμφάνισή τους δεν ήταν και τόσο κολακευτική.
Αφού μεσολάβησε ένα διάστημα απόλυτης σιωπής, ένας από το πλήρωμα, απευθυνόμενος στον Τουρινίτο, είπε: «Μη φοβάσαι, αγόρι μου, δεν πρόκειται να πάθεις κανένα κακό. Είμαστε πολιτισμένα όντα και δεν σε πήραμε μαζί μας στην τύχη. Σε παρακολουθούμε αρκετό διάστημα, ξέρουμε ότι είσαι καλός, έξυπνος και γενναίος. Θα σε πάμε στον δικό μας πλανήτη, που βρίσκεται πολύ μακριά από τη Γη, και εκεί θα ενημερωθείς από τον πλανητάρχη μας για την αποστολή σου».
Ακούγοντας τούτα τα λόγια, ένιωσε τέτοια χαρά και περηφάνια που κοκκίνισε ολόκληρος. Το μόνο πράγμα που μετρίαζε τη χαρά του και τον ενθουσιασμό του, ήταν η σκέψη των γονιών του, αλλά παρηγορήθηκε αναλογιζόμενος ότι η επιστροφή του θα τους αποζημίωνε για την αγωνία τους από την εξαφάνισή του.