Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;

Ένας ηλικιωμένος χωρικός είχε ένα γέρικο άλογο με το οποίο όργωνε τα χωράφια του.

Μια μέρα το άλογο έφυγε και κατευθύνθηκε προς τους λόφους. Στον γείτονα που του εξέφρασε τη συμπάθειά του, ο γέροντας απάντησε: «Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;»

Μια εβδομάδα μετά το άλογο γύρισε πίσω με ένα κοπάδι άγρια άλογα, και αυτή τη φορά οι γείτονες συγχάρηκαν τον γέροντα για την καλή του τύχη. Αυτός απάντησε: «Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;»

Έπειτα ο γιος του, θέλοντας να εξημερώσει ένα από τα άγρια άλογα, έπεσε και έσπασε το πόδι του, όλοι είπαν ότι ήταν μεγάλη κακοτυχία. Ο χωρικός είπε μόνο: «Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;»

Λίγες εβδομάδες μετά, ήρθε ο στρατός στο χωριό και στρατολόγησε όλους τους νεαρούς υγιείς άντρες. Όταν είδαν τον γιο του γέροντα με απασμένο πόδι, τον απάλλαξαν από τη στρατιωτική θητεία. Ήταν τύχη; Ήταν ατυχία; Ποιος ξέρει;

Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής είναι, ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τις δικές μας καθημερινές μικρές ατυχίες, τις αναποδιές, τις καθυστερήσεις και τις ταλαιπωρίες.

Συλλογίζομαι…Το αόρατο σχοινί

Ένας χωρικός ξεκίνησε μαζί με τα τρία γαϊδουράκια του να πάει στο παζάρι για να πουλήσει τη σοδειά του. Η πόλη ήταν μακριά και χρειάστηκε πολλές μέρες για να φτάσει ως εκεί.
Το πρώτο βράδυ σταμάτησε για να κατασκηνώσει κοντά στο σπίτι ενός γέρου ερημίτη. Καθώς πήγε να δέσει και τον τελευταίο γάιδαρο, είδε ότι του έλειπε ένα σχοινί. «Αν δεν δέσω τον γάιδαρό μου», σκέφτηκε, «μέχρι αύριο θα ‘χει πάρει τα βουνά!»

Έτσι, ο χωρικός ανέβηκε στον γάιδαρό του, αφού είχε δέσει καλά τα δύο άλλα ζώα, και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του ερημίτη. Φτάνοντας εκεί, ζήτησε από τον γέροντα να του δώσει ένα σχοινί. Ο γέροντας, που είχε τάμα να ζει φτωχικά, δεν είχε σχοινί. Είπε όμως στον χωρικό: «Γύρνα εκεί που κατασκήνωσες και, όπως κάθε μέρα, κάνε την κίνηση σαν να περνάς ένα σχοινί στον λαιμό του γαϊδάρου. Κυρίως μην ξεχάσεις να κάνεις ότι θα έκανες αν τον έδενες σε ένα δέντρο».

Ο χωρικός, χαμένος για χαμένος, έκανε ακριβώς όπως τον συμβούλεψε ο σοφός γέροντας. Την επόμενη όταν ξύπνησε, το πρώτο που κοίταξε ήταν ο γάιδαρός του. Και, ω, τι έκπληξη! Ήταν εκεί! Αφού φόρτωσε τα τρία ζώα, αποφάσισε να συνεχίσει τον δρόμο του. Αλλά, ό,τι κι αν έκανε, τραβούσε τον γάιδαρό του, τον έσπρωχνε, τίποτα! Το ζώο δεν έκανε ούτε βήμα. Απελπισμένος ο χωρικός πήγε πίσω στον ερημίτη και του διηγήθηκε τι είχε πάθει.

«Σκέφτηκες να βγάλεις το σχοινί;», τον ρώτησε ο γέροντας.

«Μα αφού δεν υπάρχει σχοινί!» αναφώνησε ο χωρικός.

«Για σένα ναι, δεν υπάρχει, αλλά όχι για τον γάιδαρό σου…»

Ο χωρικός γύρισε λοιπόν εκεί που είχε κατασκηνώσει και με μια θεαματική κίνηση έκανε πως βγάζει το σχοινί. Ο γάιδαρος τον ακολούθησε χωρίς να φέρει καμιά αντίσταση.

Ας μην γελάσουμε με αυτό το γάιδαρο.

Άγνωστος συγγραφέας

Σε ποιον αξίζει να μιλάς

Αν σε κάποιον αξίζει να μιλήσεις και δεν του μιλήσεις, χάνεις τον άνθρωπο, αν σε κάποιον δεν αξίζει να μιλήσεις και του μιλήσεις, χάνεις τα λόγια σου. Ο σοφός δεν χάνει τον άνθρωπο και βεβαίως δεν χάνει τα λόγια του.

Κομφούκιος

O τέλειος και άριστος

Ο Σί Μά Νιού ρώτησε για την τέλεια ανθρωπιά. Είπε ο Διδάσκαλος: Ο τέλειος άνθρωπος διστάζει να μιλήσει. Είπε ο Σί Μά Νιού: Διστάζεις να μιλήσεις, αυτό σημαίνει τέλεια ανθρωπιά; Είπε ο Διδάσκαλος: Δύσκολα πραγματώνεται, πως να μην διστάζεις να μιλήσεις;

Ο Σί Μά Νιού ρώτησε για τον άριστο. Είπε ο Διδάσκαλος: Ο άριστος δεν ανησυχεί, δεν φοβάται. Είπε ο Σί Μάν Νιού: Δεν ανησυχεί, δεν φοβάται, αυτό σημαίνει άριστος; Είπε ο Διδάσκαλος: Κοιτάζεις μέσα σου και δεν νοιώθεις απέχθεια, τι μπορεί να σε φοβίσει;

Ο πιο τέλειος και άριστος από όλους τους ανθρώπους που γνώρισα, λεγόταν Αριστοτέλης, τυχαίο;

H σωστή κυβέρνηση

Ο Τσί Κάγκ Τσί ρώτησε τον Κομφούκιο για την ορθή κυβέρνηση, είπε: Άν σκότωνα όσους δεν ακολουθούν την Οδό για να υποστηρίξω όσους την ακολουθούν τι θα λέγατε; Ο Κομφούκιος του απάντησε: Για να κυβερνήσετε ορθώς, χρειάζονται φόνοι; Αν οι επιθυμίες σας είναι ενάρετες, ο λαός σας είναι ενάρετος. Η αρετή του πρίγκηπα είναι σαν τον άνεμο,η αρετή των απλών ανθρώπων σαν το χορτάρι, όταν φυσάει ο άνεμος, το χορτάρι σκύβει.

Η συνεννόηση

Κάθονται ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας στο καφενείο, πηγαίνει ένας τουρίστας και τους λέει.
-«Ντου γιου σπικ ιγλις;»
-«Ιγκις νο», απαντάει ο Γιωρίκας.
-«Σπρέχεν ζι ντοιτς;»
-«ντοιτς νο», απαντάει ο Κωστίκας.
-«παρλάρε ιταλιάνο;»
-«ιταλιάνο νο», ο Γιωρίκας.
-«Πάρλε βου φρανσέ»
-«φρανσέ νο», λέει ο Κωστίκας.
-«πάρλα εσπανιόλ;».
-«εσπανιόλ νο», απαντάει ο Γιωρίκας.
Απογοητευμένος ο τουρίστας φεύγει, γυρίζει ο Κωστίκας και λέει στον Γιωρίκα.
-«Ρε συ, πάμε να μάθουμε μια ξένη γλώσσα;»
-«Γιατί;».
-«Για να έχουμε συνεννόηση με τους ξένους».
-«Σαν αυτή που είχε αυτός που μιλούσε 5 ξένες γλώσσες;».

Μπράβο, αλλά ξέρεις γιατί…

Ένας γύφτος με κορονωιό είναι στο νοσοκομείο, στην διπλανή κλίνη είναι κάποιος πλούσιος. Ο γύφτος βρώμικος έχει μέρες να μπανιαριστεί, τα ρούχα του σε ελεεινή κατάσταση, ο άλλος καθαρός, με αντισηπτικά, χαρτομάντιλα. Σε μια στιγμή ο γύφτος φταρνίζεται και φέρνει τον αγκώνα στη μύτη του, ο πλούσιος ενθουσιασμένος από την κίνηση του γύφτου γυρνάει και του λέει.
-«Μπράβο, αλλά ξέρεις γιατί το έκανες αυτό;».
Και ο γύφτος.
-«Και βέβαια ξέρω, του έκανα κεφαλοκλείδωμα του πούστη!».

Άσπρες γυναίκες έχετε;

Μπαίνουν δυο φίλοι σε ένα μπαρ στην Αλάσκα, ρωτάει ο ένας από αυτούς τον μπάρμαν.
-Άσπρες γυναίκες έχετε;».
-«Να έχουμε;».
-«Μαύρες γυναίκες έχετε».
-«Βέβαια και έχουμε;».
-«Ασπρόμαυρες έχετε;»
-«Όχι, δεν έχουμε τέτοιες».
Γυρνάει αυτός που ρώτησες στο φίλο του και του λέει.
-«Δεν σου το είπα βρε μαλάκα, πιγκουϊνο πηδήξαμε χθες το βράδυ!».

Ασήκωτο βάρος η αγάπη

Ασήκωτο βάρος η αγάπη!
Μια τριανταφυλλιά φορτωμένη ανθούς, φύλλα κι αγκάθια που με το διάβα των καιρών βλασταίνει, ξεψυχά κι ολοένα υψώνεται στον ήλιο, θαλερή κι αγέρωχη.
Δεν έχει μέτρο η αγάπη.
Αρχινάς να πιάνεις την άκρη της, μ’ αυτή εκτείνεται στο άπειρο. ‘Ύστερα απογειώνεται στη θάλασσα, να την ορίσεις, κι εκείνη εκτοξεύεται στον άγιο κόσμο των πλανητών.
Ζυγίζεται στα μυστικά, στις άκρες τρεμάμενων χειλιών, στ’ απότομα βράχια κι εκεί που λες «θα την ξεφορτωθώ με μια δημόσια ομολογία, με μια αφιέρωση», βλέπεις γραμμένα στα κιτάπια της καινούργια χρέη.
Είναι τα χρέη της καρδιάς…τ’ ανεξόφλητα!

Σοφία Θωμοπούλου

Πήγαινε πέστο στη μάνα σου

Ο Τοτός πηγαίνει διακοπές στο χωριό του και παρακολουθεί με ενδιαφέρον ότι συμβαίνει, σε μια στιγμή πηγαίνει στην μητέρα του και της λέει:
-«Μαμά σήμερα είδα 10 φορές τον κόκορα ν’ ανεβαίνει πάνω σε κότα».
-«Πήγαινε πέστο στον πατέρα σου», του απαντάει αυτή.
Πηγαίνει ο Τοτός και το λέει στον πατέρα του, αυτός τον ρωτάει.
-«Δεν μου λες Τοτέ, με την ίδια κότα τον είδες;»
-«Όχι, κάθε φορά με διαφορετική».
-«Πήγαινε πέστο στη μάνα σου!».