Ένας ηλικιωμένος χωρικός είχε ένα γέρικο άλογο με το οποίο όργωνε τα χωράφια του.
Μια μέρα το άλογο έφυγε και κατευθύνθηκε προς τους λόφους. Στον γείτονα που του εξέφρασε τη συμπάθειά του, ο γέροντας απάντησε: «Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;»
Μια εβδομάδα μετά το άλογο γύρισε πίσω με ένα κοπάδι άγρια άλογα, και αυτή τη φορά οι γείτονες συγχάρηκαν τον γέροντα για την καλή του τύχη. Αυτός απάντησε: «Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;»
Έπειτα ο γιος του, θέλοντας να εξημερώσει ένα από τα άγρια άλογα, έπεσε και έσπασε το πόδι του, όλοι είπαν ότι ήταν μεγάλη κακοτυχία. Ο χωρικός είπε μόνο: «Τύχη, κακοτυχία, ποιος ξέρει;»
Λίγες εβδομάδες μετά, ήρθε ο στρατός στο χωριό και στρατολόγησε όλους τους νεαρούς υγιείς άντρες. Όταν είδαν τον γιο του γέροντα με απασμένο πόδι, τον απάλλαξαν από τη στρατιωτική θητεία. Ήταν τύχη; Ήταν ατυχία; Ποιος ξέρει;
Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αυτής είναι, ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τις δικές μας καθημερινές μικρές ατυχίες, τις αναποδιές, τις καθυστερήσεις και τις ταλαιπωρίες.